"Ο Διπλός Πόλεμος στη Μέση Ανατολή" (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 21.09.2014)

“Ο Διπλός Πόλεμος στη Μέση Ανατολή”
Η θέση της πρόσφατης συνόδου στο ΝΑΤΟ ως προς το Ισλαμικό κράτος, είναι ξεκάθαρη: υπάρχει συμφωνία δέκα ισχυρών κρατών(οι ΗΠΑ και τα υπόλοιπα εννιά που έχουν μεγάλη οπλική δύναμη κι οικονομική ισχύ), να χτυπήσουν το χαλιφάτο, διότι αυτό το βαρβαρικό έκτρωμα, είναι μία σημαντική απειλή, που υποχρεώνει τον πολιτισμένο κόσμο να δράσει, για το καλό της ανθρωπότητας. Αυτή η Συμμαχία των στρατιωτικά δυνατών είναι ομόφωνη στο «να γίνει επέμβαση» με απώτερο σκοπό «να καταστραφεί το Ισλαμικό κράτος», όπως έγινε λίγα χρόνια πριν με την Αλκάϊντα.
Παρά το άμεσα θετικό αυτής της ομόφωνης απόφασης που απαντά στο αίσθημα διεθνούς δικαίου της ανθρωπιάς, εν τούτοις βλέπω μία αντίφαση, που ίσως θα έπρεπε να κάνει πιο προσεκτική την φρασεολογία της κοινής απόφασης. Κι αυτό γιατί η Αλκάϊντα καταρχήν δεν καταστράφηκε. Ηττήθηκε μεν και διαλύθηκε στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, όμως δεν ηττήθηκε σαν ιδεολογία μιας τρομοκρατικής αντίληψης και στρατηγικής, μίας και την βρίσκουμε ισχυρά παρούσα κι άμεσα ενεργή στην Ανατολική Αφρική, στο Σαχέλ και σε πολλά άλλα σημεία του Αραβικού κόσμου, όπως πχ. στην Συρία, το Ιράκ ή την Λιβύη. Είναι στοιχείο διαλυτικό γι΄ αυτές τις περιοχές προκαλώντας καταστροφές κι εμφυλίους πολέμους. Πολλοί λένε ότι αυτή η λογική της Ισχύος της Αλκάϊντιανής διασποράς θα χάσει από την στιγμή που θέλησε να γίνει κράτος-χαλιφάτο όπως παλαιότερα έχασε στο Αφγανιστάν. Κι αυτό γιατί με συνεχείς βομβαρδισμούς αυτό το βαρβαρικό μόρφωμα μπορεί εύκολα να διαλυθεί σαν κρατική οντότητα. Όμως και να διαλυθεί, όπως είδαμε, πάλι στη διασπορά θ’ αρχίσει να κινείται. Η Αλκάϊντα δεν νικιέται μόνο με βομβαρδισμούς. Όσο αναγκαία και να ‘ναι τα όπλα, εν τούτοις η τρομοκρατία των τζιχαντιστών μπορεί να νικηθεί πραγματικά μέσα από την ήττα της ιδεολογίας τους. Κι ο δρόμος για κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολος. Είναι μακρύς και θέλει πολύ δουλειά. Γιατί ο Αραβικός κόσμος βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας. Ψάχνει να βρει διέξοδο, ανάμεσα σ’ ένα Ισλάμ που θ’ ήθελε να’ ναι η πίστη προσωπική υπόθεση του καθένα (το δημοκρατικό Ισλάμ) και σ’ ένα άλλο Ισλάμ αυτό των τζιχαντιστών, που προσφέρει χίμαιρες, μυθολογία, λαμπερό κατακτητικό παρελθόν κι επικίνδυνες ιστορικές ψευδαισθήσεις. Βάζοντας οι τζιχαντιστές την θρησκεία (με την ερμηνεία που της δίνουν) ως κινητήριο μοχλό πολιτικών αποφάσεων, εκμεταλλεύονται το πάθος των νέων και διχάζουν τους Άραβες. Έτσι ο Αραβικός κόσμος πολεμά σε δύο μέτωπα: το εξωτερικό ( σε επίπεδο κρατών) και το εσωτερικό (σουνίτες εναντίων σιϊτών, ή επαναστάτες εναντίον ορθολογιστών κ.λ.π). Οι πιο παθιασμένοι νέοι γοητεύονται από το απόλυτο και ολοκληρωτικό του «Ισλαμικού κράτους». Αυτή η εισαγωγή του «Ἱερού» στην αναζήτηση ταυτότητας του Αραβικού έθνους, προκαλεί εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των εθνικών και Θρησκευόμενων. Για παράδειγμα στη Παλαιστίνη η Χαμάς εκφράζοντας το θρησκευτικό συναίσθημα συγκρούεται με την ΟΛΠ (Οργάνωση Απελευθερώσεις Παλαιστίνης) που εκφράζει το εθνικό συναίσθημα.
Ανάλογα βέβαια μπορεί κάποιος να πει ότι συμβαίνει (πάντα σε μικρότερη κλίμακα πάθους αυτοκαταστροφής) και στο Ισραήλ όπου διαμάχη νεοσιωνιστών και διαφωτιστών αντανακλά τα ζητήματα ταυτότητας της χώρας. Ή ακόμη ότι αντίστοιχα συμβαίνει και στο χριστιανικό κόσμο, όπου η αντιπαλότητα θεοκρατικών και κοσμικών σε κάποιες περιπτώσεις οξύνεται. Όμως και στην Εβραϊκή κοινωνία και στις χριστιανικές, η ιστορική ωριμότητα έχει καταφέρει ώστε τα εσωτερικά προβλήματα, να λύνονται χωρίς αιματοχυσίες, τουλάχιστον στους καιρούς μας. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον Ισλαμικό κόσμο. Οι φανατικοί τζιχαντιστές έχοντας αποβάλλει από την σκέψη και την ιδεολογία τους κάθε συμβιβασμό, οπαδοί ενός «παλαιολιθικού» απόλυτου, απειλούν να επιβληθούν των εθνικών αράβων, οι οποίοι είχαν δείξει ότι μπορούν να συζητήσουν με τους «ξένους». Κι αν αυτό τελικά επιτευχθεί τότε η πίστη και η θρησκεία, από εσωτερικές δυνάμεις και πνευματικές ενέργειες, θα μετατραπούν οριστικά σ’ εξωτερικευμένες πολιτικές δράσεις, που θα έχουν στόχο την «εθνοκάθαρση» και τον «αφανισμό» του διαφορετικού. Γι αυτό είναι αναγκαίο εκτός από στρατιωτικά μέσα να γίνει και κατάλληλη πολιτιστική δουλειά, ώστε οι φανατικοί τζιχαντιστές να ηττηθούν πολιτισμικά, δηλαδή στη ρίζα της ιδεολογίας τους. Αυτό θα είναι ο πραγματικός θάνατός τους.
Δημοσθένης Δαββέτας
Καθηγητής Πανεπιστημίου, εικαστικός, ποιητής
Σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά σε θέματα πολιτισμού

Πολιτική και ειλικρίνεια (Ελεύθερος Τύπος 18.09.2014)

Πολιτική και ειλικρίνεια

 Αν δεχτούμε ότι η πολιτική είναι η ύψιστη των τεχνών όπως λέει ο Αριστοτέλης στα ηθικά Νικομάχεια, κι αν επίσης δεχτούμε ότι η Τέχνη είναι κάτι το δημιουργικό που ’χει νου, όπως αναφέρει κι ο Πλάτωνας στον Κρατύλο, τότε συμπεραίνουμε ότι η Πολιτική είναι ένα νοήμον αγαθό που συμβάλλει στην καλυτέρευση ποιότητας ζωής των πολιτών. Με απλά λόγια: οι πολίτες πρέπει να έχουν οφέλη από την πολιτική. Οφέλη που αφορούν την οικονομική ,αισθητική, πνευματική και εκπαιδευτική τους καλλιέργεια. Δηλαδή η πολιτική υπηρετεί το καλό όταν συμβάλλει στην ποιοτική βελτίωση της καθημερινότητας μας. Αυτό το αγαθό πρέπει να το γευτούν όλοι κι είναι το μέτρο ισορροπίας μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Η βάση αυτής της αμφίδρομης σχέσης είναι η ειλικρίνεια. Αν αυτή πάψει να υπάρχει τότε διαταράσσεται η ισορροπία. Η ειλικρίνεια είναι η γνώση του μέτρου που θεμελιώνει την κοινωνική οργάνωση της πολιτείας. Όποιος πολιτικός λέει άλλα και κάνει άλλα, ξεφεύγει από το μέτρο της ειλικρίνειας και χαλάει την αναγκαία ισορροπία. Αυτός ο κανόνας ισχύει και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση. Η ευθύνη βαραίνει και τους δύο. Μπορεί η κυβέρνηση να παίρνει αποφάσεις όμως κι η αντιπολίτευση με την στάση της συμμετέχει σ’ αυτές τις όποιες αποφάσεις. Όσο κι αν διαφέρουν στην στρατηγική άλλο τόσο πρέπει να ομοφωνούν στην ειλικρίνεια. Για το καλό της Δημοκρατίας. Η εντολή του λαού είναι ξεκάθαρη: η πολιτική να ΄ναι ειλικρινής. Σ’ αντίθετη περίπτωση χάνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτικής και πολιτών. Κάτι ανάλογο που συνέβη και τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας. Συνήθως βέβαια κατηγορείται όποιος κυβερνά. Έτσι η ευθύνη πέφτει στον έναν. Όπως όμως πιο πριν εξήγησα η ευθύνη είναι μοιρασμένη. Δεν μπορεί μόνιμα η αντιπολίτευση , (και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ) να μην βρίσκει τίποτα καλό στην Κυβέρνηση. Δεν μπορεί να μην της αναγνωρίζει αυτά τα θετικά στοιχεία που φέρουν σταθερότητα στη χώρα. Το να κάνει κανείς μόνο και μόνιμα κριτική δεν είναι εποικοδομητικός διάλογος. Το να κάνεις δε ακόμη δηλώσεις με παροχολογία του τύπου «λεφτά υπάρχουν» και «θα σας τα δώσω αν με ψηφήσετε», ή πάλι να λες ότι μονομερώς θα φύγω από το μνημόνιο ή ότι θα συμβάλλω για να διαλυθεί το ΝΑΤΟ, κι άλλες τέτοιες ανειλικρινείς θέσεις, αυτό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο. Διότι δεν βοηθά στην αναγκαία ισορροπία που πρέπει να επανέλθει η σχέση πολιτικής – πολίτη. Η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, κρατά την σχέση αυτή τραυματισμένη, ανενεργή. Γιατί χάνοντας το μέτρο της πραγματικότητας και λαικίζοντας συνειδητά, δείχνει ότι δεν έχει πολιτικό όραμα, ότι αυτοπροτείνεται ως το τελευταίο απομεινάρι, μίας θολής, αριστερίζουσας μεταπολιτευτικής φαντασίωσης. Η στάση του  ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται στην δυσπιστία, στην ανειλικρίνεια, η οποία αντί να ενώνει χωρίζει την κοινωνία. Και μία τέτοια κατάσταση κατεβάζει επικίνδυνα την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου, δεν επαναφέρει την εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτικής-πολιτών, και απειλεί να ξανασπρώξει τη χώρα σ’ οδυνηρές περιπέτειες.

Δημοσθένης Δαββέτας

Ο Τσάρος και η Ευρώπη (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 14.09.2014)

Ο Τσάρος και η Ευρώπη

Όταν ο Barrozo, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Commission, στις 13 Αυγούστου, μ’ αφορμή την Ουκρανική κρίση μιλούσε για «σημείο μη-επιστροφής» έδωσε την εντύπωση ή ότι ήταν αφελής ή ότι μιλούσε σ’ αφελείς Ευρωπαίους πολίτες. Γιατί η σχέση Ευρώπης-Ρωσίας στην οποία αναφερόταν, και την οποία τόσοι πολιτικοί Ευρωπαίοι ηγέτες και διανοούμενοι, ονειρεύτηκαν (πρόσφατα ο Τοντόροφ), δεν υπήρξε ποτέ άριστη όπως άφηνε να εννοηθεί ο Barrozo.

Η προσπάθεια μετά τον πόλεμο ώστε να μπει η Ρωσία στην Ευρωπαϊκή οικογένεια
ξεκίνησε επί Μιτεράν, ο οποίος και δημιουργώντας το 1990 την Ευρωπαϊκή
συνομοσπονδία, συνεργάστηκε με τον καγκελάριο Κόλ και τον Τσέχο πρόεδρο Χάβελ, γι’
αυτό το project. Τι συνέβη όμως και τορπιλίστηκε αυτή η προσπάθεια; Η Ουάσιγκτον
αντιπρότεινε 3 σημεία που κέρδισαν έδαφος. Πρώτον: η εξάπλωση της οργάνωσης της
ασφάλειας που οι Η.Π.Α. μαζί με τον Καναδά προώθησαν στρατιωτικά. Δεύτερον: η
επαναδραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ σε πολέμους όπως αυτός της Γιουγκοσλαβίας, χώρα
στην καρδιά της Ευρώπης. Τρίτον: η γρήγορη εισδοχή στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών-δορυφόρων της Μόσχας. Μ’ άλλα λόγια, η Νέα Ευρώπη αρχίζει να χάνει το παλιό της χρώμα, παύει να ‘ναι ατόφια ευρωπαϊκή και μέσω της παγκοσμιοποίησης αρχίζει ν’ αμερικανοποιείται. Αυτή την «Αμερικανική» Ευρώπη δεν την αμφισβητεί μήτε ο
Γκορμπατσόφ, ο ονειροβάτης, μήτε ο Γιέλτσιν, ο μέθυσος. Για παράδειγμα, όταν ο Κόλ κι ο Μπους αρχές του 1990 πρότειναν στην Ρωσία να μην εξαπλωθεί στ’ ανατολικά το ΝΑΤΟ ως αντάλλαγμα στην αποχώρηση των σοβιετικών στρατιωτικών από την Ανατολική Γερμανία, ο Γκορμπατσόφ το αρνήθηκε. Ο δε Γιέλτσιν για να πάρει ένα τεράστιο δάνειο από το γνωστό μας ΔΝΤ, δέχτηκε ώστε το ΝΑΤΟ χωρίς τη συμφωνία του ΟΗΕ, να κηρύξει τον πόλεμο στην Σερβία.

Όλα όμως άρχισαν ν’ αλλάζουν όταν το 2000, εμφανίστηκε ο Πούτιν, που δεν ήταν
μήτε αδύναμος, μήτε αλκοολικός. Ο Νέος Τσάρος του Κρεμλίνου αρχικά δεν ήταν
αντιδυτικός. Μάλιστα δέχτηκε να βοηθήσει τις Η.Π.Α., να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν μετά την καταστροφή της 11ης Σεπτεμβρίου. Όμως όταν οι Αμερικάνοι, κάτω από τον υποκριτικό μανδύα να βοηθήσουν τη δημοκρατία, αρχίζουν να προσαρτίζουν τις δορυφορικές χώρες της Ρωσίας (από εγκατάσταση πυραύλων στην Πολωνία μέχρι πολιτική επέμβαση στον Καύκασο), ο Πούτιν ο ψυχρός αλλά στρατηγικός πολιτικός, αντέδρασε. Με την αντίδραση του επιστρέφουμε στις σχέσεις δύναμης και εξουσίας στην Ευρώπη.

Η Ουκρανική κρίση είναι ένα παράδειγμα. Οι νέοι ηγέτες της Ουκρανίας κρατώντας μία αδιάλλακτη εθνικιστική τάση, προκάλεσαν την μελετημένη, σιωπηλή και δυναμική αντίδραση του Πούτιν. Πήρε την Κριμαία, και απειλεί να φτάσει μέχρι την Οδησσό. Οι Ρώσοι δεν μιλούν πολύ αλλά πράττουν πολλά. Και είναι αποφασισμένοι για χάρη της ιστορίας της μητέρας πατρίδας τους. Η επιστροφή ενός άλλου τύπου ψυχρού πολέμου είναι γεγονός.

Η Ευρώπη αν θέλει να πράξει σωστά πρέπει να κοιτά τα δικά της συμφέροντα, να ‘ναι λίγο πιο ανεξάρτητη από τις Η.Π.Α. και κυρίως να ξαναβρεί δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία. Στην θέση τωνπαγκοσμιοποιημένων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων να επιστρέψει η αληθινή πολιτική.

Δημοσθένης Δαββέτας
Καθηγητής Πανεπιστημίου, εικαστικός, ποιητής
Σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά σε θέματα πολιτισμού

Περί Ισλαμοφασισμού (Ελεύθερος Τύπος 11.09.2014)

Περί Ισλαμοφασισμού

Η πρόσφατη ανακήρυξη του κράτους-χαλιφάτου με την μαύρη σημαία σημαδεύτηκε από τις πρώτες δράσεις του: κυνηγητό ανελέητο των χριστιανών της Μοσούλης, βασανισμοί, δολοφονίες, αρπαγή χρημάτων, εξισλαμισμό και βάρβαρες αγριότητες. Ο αποκεφαλισμός των δύο αμερικάνων δημοσιογράφων είναι μία έμπρακτη απόδειξη του πως εφαρμόζεται στην καθημερινότητα η λογική των τζιντιχατιστών. Αν ο Φρόυντ μιλούσε για τρεις απειλές, αυτήν του φόβου (την συγκεκριμένη), αυτήν του άγχους (συγκεκριμένη αλλά διάχυτη) κι αυτήν της αμέτρητης απειλής (αυτήν που δεν ταχτοποιείται), τότε είναι σίγουρα η τρίτη που ενσαρκώνει ο σημερινός τρομο-ισλαμισμός, αυτός που ήδη γνωρίσαμε  με την καταστροφή των δίδυμων πύργων στις Η.Π.Α. την 11η Σεπτεμβρίου, αυτός που κάνει ομήρους γυναικόπαιδα, που δολοφονεί και βάζει βόμβες, αυτός που έτσι όπως εξελίσσεται στον χρόνο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά, ενός ολοκληρωτισμού. Η αμερικανίδα φιλόσοφος Χάνα- Αρέντ στα γραπτά της για τον ολοκληρωτισμό, μας έδειξε ότι πίσω από την ιδέα «θέλησης για καθαρότητα» κρύβεται η πεποίθηση ανάγκης «θέλησης για θεραπεία». Πιστεύοντας ότι η κοινωνία είναι άρρωστη και πρέπει να «θεραπευτεί» από το μικρόβιο της αρρώστιας, ο διεκδικών «την καθαρότητα» μπαίνει πρωτοπόρος -«θεραπευτής». Έτσι οι Ναζί για παράδειγμα θεωρούσαν  τους Εβραίους ως μικρόβιο που έπρεπε να χτυπηθεί. Οι κομμουνιστές τους αστούς. Και στην περίπτωση μας οι Τζιχαντιστές-Ισλαμιστές θεωρούν ως «μικρόβιο» αρκετούς μαζί: εβραίους, χριστιανούς, γυναίκες, Δημοκρατία. Γενικώς Δυτικό πολιτισμό. Ουσιαστικά ο Τζιχαντισμός είναι μία εφαρμογή αυτού του φασιστικού δόγματος της ανάγκης καθαρότητας και γιατρειάς της κοινωνίας. Διότι το τι είναι άρρωστο πολλές φορές εφαρμόζεται κατά το δοκούν. Κατά το πως μας συμφέρει. Άλλωστε απόδειξη αυτής της σχετικότητας του «κακού» είναι οι πράξεις των Ισλαμιστών. Δίχως συναισθηματική εμπλοκή δηλαδή με το ουδέτερο βλέμμα της ιστορίας, τι έδωσαν ως τώρα με την δράση τους; Έναν διαρκή πόλεμο κατά των Εβραίων, κατά των Χριστιανών, κατά των  Δυτικών. Η Δύση είναι το «κακό», είναι ο μεγάλος Σατανάς γι’ αυτούς. Γιατί είναι «άρρωστη» σε σχέση με την ιδέα της «καθαρότητάς» τους. Η Δύση στα μάτια τους στηρίζει τους εχθρούς των λαών γιατί στηρίζει τους τυράννους. Το χαλιφάτο λοιπόν, είναι η κρατική εφαρμογή των ιδεών του Τζιχαντισμού: κάθε τι το διαφορετικό («το άρρωστο», το σατανικό), πρέπει να θεραπευτεί. Και η βία παίρνει έτσι  τις διαστάσεις «φάρμακου» που θα τους θεραπεύσει  από το δυτικό πολιτισμικό μικρόβιο.

Είναι πια φανερό ότι παρότι ως τώρα δεν θέλαμε να αποδεχτούμε τις ιδέες του Σάμουελ Χάντινγτον περί «σύγκρουσης πολιτισμών» δυστυχώς το ζούμε ήδη. Ο αντισημιτισμός για παράδειγμα, έχει πάρει νέα μορφή μέσω του Ισλάμο-φοβισμού και των άκρο-αριστερών του συμμάχων που μάχονται τον Δυτικό σατανά και το Ισραήλ, για την παλαιστινιακή τους πολιτική. Ο Ισλαμοφασισμός είναι τότε βίαιο τέλος της Αραβικής Άνοιξης. Το να θέλεις να σκοτώσεις ή να εκδιώξεις το «διαφορετικό» από το χαλιφάτο εφαρμόζοντας «θρησκευτική», «πνευματική», και «μεταφυσική» εκκαθάριση, σημαίνει ότι αρνείσαι την ανθρωπιά. Το άδειασμα του αίματος από τ’ αποκεφαλισμένα κορμιά είναι άδειασμα της ανθρωπιάς, είναι η άρνηση του πολιτισμού όπως αυτός δομήθηκε από το Ελληνορωμαϊκό θεμέλιο και τη Βίβλο. Κι αυτή η βαρβαρότητα πρέπει να σταματήσει. Η Δύση πρέπει ν’ αντιδράσει. Όχι με μονομερείς πολεμικές ενέργειες. Αλλά με κοινό πρόγραμμα των πολιτισμένων κρατών, με εφαρμογή μία συμφωνία δράσης. Με στρατηγική που θα ‘χει όραμα την ήττα της Τζιχαντικής βαρβαρότητας. Για το μέλλον των παιδιών μας και τον πολιτισμό.

Αφιέρωμα στο ένθετο "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας (5.09.2014)

  1. Ποιο χρώμα ταιριάζει στην ιστορική συγκυρία, την οποία διανύουμε και θα προσπαθήσετε να αιτιολογήσετε την επιλογή σας;

Το χρώμα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ταιριάζει είναι αυτό του μαύρου της βαθιάς νύχτας, γιατί ταιριάζει με τη γενικότερη ψυχολογία σήμερα των Ελλήνων. Μία ψυχολογία αρκετά αρνητική, δύσπιστη, εξωστρεφώς απαισιόδοξη, μία ψυχολογία καταγγελτική και μόνιμης διαμαρτυρίας, που δεν βρίσκει τίποτα θετικό από πουθενά και από κανέναν. Πρόκειται για το χρώμα της νύχτας, όταν έχουμε έλλειψη φεγγαριού από τον ουρανό και περπατάς ψηλαφιστά και φοβισμένα και κάθε θόρυβος ακόμα και ο απειροελάχιστος  σου μοιάζει με απειλή. Αυτό είναι το πρώτο μέρος του χρώματος της ψυχολογίας μας. Είναι το μαύρο που φαίνεται. Όσο όμως η νύχτα προχωρά, όσο το μάτι μαθαίνει να βλέπει και να ξεχωρίζει του ίσκιους των πραγμάτων γύρω του, άλλο τόσο είναι πανέτοιμο, ασκημένο να δει το φως της αυγή που νομοτελειακά εμφανίζεται μετά από κάθε νύχτα. Θα έλεγα λοιπόν, πως το χρώμα που μας ταιριάζει κατά τη γνώμη μου σήμερα είναι το μπλε που αναδύεται μέσα από το μαύρο, γιατί η χώρα μας και κατά συνέπεια η ψυχολογία μας, μετά από φοβερές δυσκολίες και δοκιμασίες είναι έτοιμη να σταθεί εκ νέου στα πόδια της, παρά το πείσμα της αντιπολιτευτικής Κασσάνδρας που για λόγους ψηφοθηρικούς  κρύβει το μπλέδισμα του μαύρου για την οικειοποίηση καθαρά δικών της και μόνο συμφερόντων.

  1. Αν έπρεπε να επιλέξετε έναν καλλιτέχνη για να αποτυπώσει την πολιτική, οικονομική και ηθική κρίση της  Ελλάδας, ποιον θα προτείνατε;

Θα πρότεινα ένα περίεργο συνδυασμό δύο σπουδαίων Ελλήνων καλλιτεχνών της διασποράς, παγκοσμίου φήμης. Τον Λουκά Σαμαρά που ζει στην Νέα Υόρκη και που έχει εκφραστεί σχεδόν με όλα τα διαφορετικά μέσα τέχνης (φωτογραφία, σχέδιο, γλυπτική, ζωγραφική, φιλμ, γραφή κειμένων). Και ακόμα τον Γιάννη Κουνέλη που έχει σαν βάση του τη Ρώμη και που ταξιδεύει παντού στον κόσμο, κάνοντας εκθέσεις ζωγραφικής. Θα έβαζα και τους δύο αυτούς σπουδαίους εικαστικούς μαζί σε ένα σώμα. Ο μεν Λουκάς Σαμαράς, γιατί με τα άγρια αυτό-αναλυτικά, αυτό-διαλυτικά του έργα, τα άμεσα και ωμά, εκφράζει τον ψυχισμό μας σήμερα στην κρίση. Ο δε Γιάννης Κουνέλης, γιατί μέσα από έναν άριστα ισορροπημένο συνδυασμό ανατολικών και δυτικών επιρροών (αυτό δηλαδή που αποτελεί την ελληνική πολιτισμική μας ταυτότητα) μπορεί να δείξει το δρόμο και τη δημιουργική διέξοδο στους αγχωμένους και δυσαρεστημένους συμπατριώτες μας. Μπορεί να δείξει, πως το τραύμα μετατρέπεται σε δύναμη αυτογνωσίας και αυτή με τη σειρά της μπορεί να γίνει εργαλείο εξωστρεφούς γόνιμης δημιουργικότητας κάτι που χρειάζεται σήμερα ο τόπος μας.

  1. Μοιράζετε τον χρόνο σας και τις δραστηριότητές σας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Πώς αντιμετωπίζετε την Ελλάδα ως «Γάλλος» και τη Δυτική Ευρώπη ως «Έλληνας»;

Ζώντας σε μία εβδομάδα ταυτόχρονα σε δύο χώρες και μάλιστα, ζώντας έτσι μονίμως τα τελευταία περίπου εικοσιπέντε χρόνια, μπορώ να πω, ότι έχω δική μου αποστασιοποιημένη και αντικειμενική ματιά για τις δύο «ταυτότητές» μου, για τις δύο μου «πατρίδες». Και βάζω τις λέξεις αυτές σε εισαγωγικά γιατί μετά από τόσα χρόνια ζωής γνωρίζω πια συνειδητά σήμερα, πως έχω μία και μόνο πανίσχυρη πανίσχυρη πατρίδα, βαθιά ριζωμένη μέσα μου, την ελληνική. Ως Έλληνας λοιπόν, βλέπω τη Γαλλία μία χώρα του ορθολογισμού, της ορθολογικής σκέψης κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει πραγματισμός και αντικειμενικά κριτήρια στην οργάνωση της καθημερινής ζωής, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ο Γάλλος πρώτα σκέφτεται, κάνει τα πλάνα του (πράγμα που υπονοεί μία μορφή αυτογνωσίας) και μετά τα προβάλει προς τα έξω, αναζητώντας την κατάλληλη στρατηγική για να τα προγραμματίσει. Αυτό βέβαια αφαιρεί συχνά την έκπληξη, τον θαυμασμό και το αυθόρμητο. Φανερώνει δυσκολίες προσαρμογής και ανελαστικότητα των ειλημμένων αποφάσεων στην πράξη.  Φανερώνει επίσης ότι το συναίσθημα δεν κυβερνά, αλλά κυβερνάται από την αντικειμενική λογική που είναι συλλογικά αποδεκτή από τη γαλλική κοινωνία. Αυτή η πραγματικότητα δείχνει τη Γαλλία, μία χώρα προγραμματισμένη, μεθοδική με έμφαση στον πολιτισμό, την έρευνα και την καινοτομία και είναι πρωτοπόρα σε αυτά τα πράγματα στην Ευρώπη. Σαν «Γάλλος» τώρα βλέπω την Ελλάδα μία χώρα που το συναίσθημα υπερέχει της λογικής. Υπάρχει κυρίως προσωπική, ατομική λογική που καθορίζεται από τη συναισθηματική ένταση του εκάστοτε πολίτη. Δίπλα σε αυτό υπάρχει η χαρά, το αυθόρμητο, ο ενθουσιασμός υπάρχει μία νεανικότητα και ενέργεια φαντασίας (έστω κι αν πολύ συχνά είναι υπερβολική) που μπορούν να κάνουν ευχάριστη μία ανθρώπινη συνάντηση. Το ανθρώπινο στοιχείο είναι βασικό στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι καλό. Δεν συνδυάζεται όμως με θεσμική συνείδηση, οργάνωση και πειθαρχία. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη ματιά στα γεγονότα. Και ακόμα δεν υπάρχει σφαιρική εικόνα των πραγμάτων. Μιλάμε πολιτικά, θέλουμε να ήμαστε στην Ευρώπη αλλά δεν θέλουμε να καταλάβουμε και τις υποχρεώσεις μας ως Ευρωπαίοι. Δεν μπορεί να ήμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην γνωρίζουμε το πως είναι η ψυχολογία των λαών της και η λειτουργία των θεσμών της. Νομίζουμε, ότι όλα ξεκινούν από εμάς και καταλήγουν σε εμάς. Και αυτό είναι λάθος φιλοσοφικό, λάθος στρατηγικής, λάθος πολιτικού προσανατολισμού. Θα πρέπει να μάθουμε να ισορροπούμε μεταξύ του εαυτού μας και των άλλων. Αυτή είναι η φιλοσοφία της σύγχρονης ζωής. Αλλιώς θα ήμαστε μονίμως στο περιθώριο.

  1. Ποια είναι η κυβερνητική εικόνα που προβάλλουν τα γαλλικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τους τελευταίους μήνες, αναφορικά με την χώρα μας; Σε πιθανές εύκολες κατηγορίες τι τους απαντάτε;

 

ΤαΓαλλικά μέσα ενημέρωσης έχουν γενικώς μία θετική εικόνα για την πορεία της οικονομίας σήμερα της χώρας μας. Πολλά άρθρα σε έγκριτες εφημερίδες όπως η Monde και η Figaro μιλούν για την επιτυχία της εξόδου στις αγορές και την εμπιστοσύνη που έχει πια ξανακερδηθεί από τους εταίρους λόγω της σταθερής πορείας της οικονομίας μας και των μεταρρυθμίσεων που γίνονται, σημειώνοντας βέβαια πως όλα αυτά επιτεύχθηκαν κυρίως με θυσίες και αντοχές του ελληνικού λαού. Η κρίση όμως έχει αφήσει ένα είδος κρυφής αμφιβολίας. Πολλοί αναρωτιούνται αν η Ελλάδα έφυγε οριστικά από την κρίση ή αν ανά πάσα στιγμή μπορεί να βυθιστεί ξανά. Αυτό συνδέεται με μία εικόνα κλισέ, που έχουν γενικά Γάλλοι και Ευρωπαίοι για την Ελλάδα. Ότι δηλαδή είναι μία χώρα που αρέσκεται στην εύκολη κατανάλωση, που δεν είναι οργανωμένη και μεθοδική, που έχει ασταθή οικονομία. Κι αυτό δεν σιγουρεύει τους Γάλλους. Λένε μάλιστα πως ακόμα η Ιταλία και η Ισπανία, χώρες του νότου που επίσης πέρασαν κρίση, κατάφεραν να οργανωθούν γρηγορότερα και να αντιδράσουν καλύτερα από την Ελλάδα. Εγώ τους απαντώ ότι η Ελλάδα αν και διαφορετικής νοοτροπίας απ’ αυτούς ότι είναι χώρα εργατική, παραγωγική, με ελευθερία και φαντασία, στοιχεία θεμελιώδη για ποιότητα ζωής. Και τους καλώ με την πρώτη ευκαιρία να γνωρίσουν τη χώρα μας. Συνήθως μένουν ευχαριστημένοι και προβληματίζονται θετικά.

  1. Ως σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά σε θέματα πολιτισμού, πόσο λειτουργικός και καθοριστικός είναι ο ρόλος σας; Ποιες είναι οι προτεραιότητες, οι οποίες πρέπει να δρομολογηθούν, ώστε η ελληνική δημιουργία να εξαχθεί στο εξωτερικό με όρους ισότιμης σχέσης με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

 

Ο ρόλος μου ως σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, του πρωθυπουργού, συνιστάται στο να του εισηγούμαι ιδέες και project που στόχο έχουν την εξωστρεφή παρουσία του σύγχρονου Έλληνα πολίτη. Έχω επικεντρωθεί στο σύγχρονο κομμάτι γιατί πιστεύω ότι αυτό έχει πιο πολύ ανάγκη από το αρχαίο που έτσι κι αλλιώς έχει την πορεία του. Το λάθος που συχνά έκαναν οι διάφοροι Υπουργοί Πολιτισμού είναι, ότι ίσως λόγω έλλειψης γνώσης της κοινωνίας των τεχνών (και εδώ μιλώ για την πραγματική σχέση με καλλιτέχνες και καλλιτεχνικά δρώμενα, που δεν έχουν συνήθως οι παραδοσιακοί πολιτισμοί καριέρας) μιλούν μόνο για τα αρχαία ή  δίνουν βάρος μόνο στις πολιτισμικές υποδομές. Το ξαναλέω είναι λάθος. Χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ τώρα να δοθεί ο λόγος στους σύγχρονους καλλιτέχνες γιατί αυτοί είναι το πραγματικό κεφάλαιο, αυτοί είναι που θα βγάλουν προς τα έξω την σύγχρονη Ελλάδα. Κι αυτό χρειάζεται στήριξη του Υπουργού Πολιτισμού αλλά και στήριξη χορηγών. Μία νομοθεσία που θα διευκόλυνε αυτή την πολιτική θα βοηθούσε πολύ. Για παράδειγμα αναφέρω ότι το Λούβρο ή το Μέγαρο Ποπιντού στη Γαλλία μόνο κατά 30% περίπου είναι δημόσιο. Τα υπόλοιπα χρήματα τους είναι ιδιωτικά και το έργο  που παράγεται είναι καταπληκτικό.

  1. Θέλω να επιμείνω. Συμφωνείτε συνολικά με τις επιλογές του πρωθυπουργού ή υπάρχουν στιγμές που του διατυπώνετε τις ενστάσεις σας;

 

Ο Πρωθυπουργός μ’ ακούει, διαβάζει γενικά πάντα τις προτάσεις μου και ενημερώνεται λεπτομερώς, στο τέλος όμως αυτός αποφασίζει. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ζητήματα πολιτισμού και τον θεωρεί σταθερή αξία της χώρας μας που πρέπει να αξιοποιηθεί καλύτερα.

  1. Πώς θα αντιδράσετε στο γεγονός όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί από το εκλογικό σώμα να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας;

 

Ας δούμε πρώτα αν έρθει. Αν έρθει όμως όπως λέτε θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν θα εφαρμόσει την «τρομοκρατική» λογική της αριστεράς, όπως τη γνώρισα ως τώρα στα Πανεπιστήμια, δηλαδή όποιος δεν ήταν δικός μας ήταν κομμένος. Θα πρέπει να δει τον πολιτισμό ως πηγή ενέργειας και δημιουργίας πέρα από κομματικές πολιτικές. Προσωπικά έχω τις αμφιβολίες μου αν θα το κάνει, γιατί βίωσα επανειλημμένα αυτού του είδους τους πολιτικούς εξοστρακισμούς. Ας αφήσουμε όμως το χρόνο να δείξει, εγώ πάντως θα είμαι μονίμως ενεργός καλλιτέχνης στην καλύτερη εξωστρεφή εικόνα της πατρίδας μου.

 

Ο Ολάντ και οι συνιστώσες του (Ελεύθερος Τύπος 4.09.2014)

Ο Ολάντ και οι συνιστώσες του

 

Όταν την προεκλογική περίοδο ο τότε προεδρικός υποψήφιος Φανσουά Ολαντ, υποσχόταν «όχι απολύσεις» ή «επαναπροσλήψεις» ή «αυξήσεις μισθών» κλπ πολλοί ήταν αυτοί που είδαν στο πρόσωπό του την ενσάρκωση μιας νέας ελπίδας «κοινωνικής πολιτικής» (sic) εναντίον της δημοσιονομικής λογικής. Χρειάστηκε να μείνει δύο χρόνια πρόεδρος ο Ολάντ, να μην πραγματοποιήσει καμία από τις υποσχέσεις του, να πέσει στις δημοσκοπήσεις στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι κι όλοι ν’ αναρωτιούνται: μα είναι τόσο «κακός» πολιτικός ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος; Από ότι φαίνεται όχι. Απλά κατάλαβε έστω και αργά ποια είναι η σημερινή παγκόσμια κατάσταση. Πριν λίγες ημέρες άλλαξε τη κυβέρνησή του «διώχνοντας» κυριολεκτικά τα πιο αριστερά στοιχεία μεταξύ των υπουργών του. Ως τώρα  αυτά τα στοιχεία ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή εναντίον της δεξιάς. Ό,τι προσπάθησαν οι δεξιές κυβερνήσεις, δηλαδή μείωση του δημοσίου τομέα στη Γαλλία, αλλαγή της ηλικίας συνταξιοδότησης,  ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, μείωση του τριανταπενταώρου, ή μείωση περιττών εξόδων του κράτους ή τα πλεονεκτήματα «περιούσιων» συνδικαλιστών, εμποδίζονταν από τα συνδικάτα και από την ακραία πλευρά της αριστεράς, «την αριστερά της αριστεράς» όπως λέει κι ο φιλόσοφος Λυκ Φερύ. Μέσα από καταγγελίες, διαμαρτυρίες, καταστροφές, διαδηλώσεις, συγκρούσεις στους δρόμους, παντού με κάθε τρόπο αυτή η «αριστερή» τάση έβρισκε ως αιτία τον κακό πλούσιο καπιταλιστή κι όχι όλους τους άλλους.  Κι όμως λαθεύει. Γιατί η ζωή προχωρά με μεταρρυθμίσεις, προχωρά μ’ αλλαγές και προσαρμογές στις νέες καταστάσεις που βιώνονται στην κοινωνία. Δεν προχωρά μόνο με κατασταλτικά κι ανεύθυνα σλόγκαν που βασίζονται σε υποθέσεις φθόνου και ονειροφαντασίες που μπερδεύουν ακόμη περισσότερο τον πολίτη. Η απόφαση του πρωθυπουργού Βάλς, ν’ αλλάζει πολιτική κατεύθυνση -υπό τις ευλογίες και την συμφωνία με τον Ολάντ-είναι ένα δείγμα υπευθυνότητας. Γιατί αντιλαμβάνεται το νόημα των καιρών. Γιατί καταλαβαίνει ότι αυτό που έχει σήμερα μεγαλύτερη σημασία δεν είναι μόνο  η ζήτηση για τη ζήτηση, για να μιλήσω μ’ οικονομικούς όρους. Δηλαδή δεν προέχει η ζήτηση στην υπηρεσία της κατανάλωσης. Αλλά, προέχει πρώτα και κύρια η προσφορά, για να υπάρχει αξιοκρατική κι ανταγωνιστική ζήτηση. Έστω κι αργά η αλλαγή αυτή στόχο είχε να επανεκκινήσει την Γαλλική οικονομία και να μην φεύγουν τα νέα επιχειρηματικά μυαλά των Γάλλων από την χώρα. Η περίπτωση του Ολάντ, θυμίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και τις συνιστώσες του. Είναι αυτές που με την  με την πολιτική τους στάση εμποδίζουν και συκοφαντούν το όποιο θετικό κυβερνητικό έργο. Είναι αυτές που θα εμποδίσουν τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ –αν ποτέ κυβερνήσει (sic)- και θα του δημιουργήσουν προβλήματα στο ίδιο του το έργο. Όπως ο Ολάντ απαλλάχτηκε από τις αριστερές του «συνιστώσες», έτσι και ο κ. Τσίπρας, πρέπει να φτιάξει σχέδιο ώστε να προχωρήσει χωρίς να εξαρτάται από τις συνιστώσες του. Διαφορετικά θα χτυπήσει κατευθείαν στον σκληρό τοίχο της Ευρωπαϊκής πολιτικής, στην κόκκινη γραμμή της ισχυρής ευρωπαϊκής θεσμικής συνείδησης και θ’ αποτύχει. Ο πρώτος εχθρός του κ. Τσίπρα δεν είναι η παραδοσιακή ή η διεθνιστική «δεξιά», αλλά η «αριστεράς της αριστεράς» του κόμματός του, οι αριστερές του συνιστώσες, αυτές που κάνουν και θα κάνουν τα πάντα στ’ όνομα μιας ξεπερασμένης δήθεν ταξικής πάλης κι ιδεολογίας, να εμποδίσουν κάθε αλλαγή, κάθε δημιουργική προσαρμογή στα νέα παγκόσμια δεδομένα, βλάπτοντας έτσι την χώρα μας και τους πολίτες.

Ο μύθος των αναπτυσσόμενων χωρών (Ελεύθερος Τύπος 1.09.2014)

Ο μύθος των αναπτυσσόμενων χωρών

Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου η Βραζιλία υποδέχτηκε την εδώ και έξι χρόνια ετήσια σύνοδο των αναπτυσσόμενων χωρών των αποκαλούμενων με τα αρχικά τους BRICS (Βραζιλία- Ρωσία- Ινδία- Κίνα- Νότια Αφρική). Στόχος αυτών των χωρών σε αυτή τη σύνοδο ήταν να δείξουν έμπρακτα με αποφάσεις τους την αμφισβήτησή τους απέναντι στη διεθνή οικονομία όπως αυτή θεμελιώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Το πλάνο και η πρόθεσή τους είναι να ανταγωνιστούν τους οικονομικούς θεσμούς που έχτισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τον Ιούλιο του 1944, δηλαδή την Παγκόσμια Τράπεζα και το πολύ γνωστό πια σε ‘μας ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Αποφάσισαν λοιπόν, να κάνουν πράξη τη μεγάλη τους φιλοδοξία θέλοντας να ιδρύσουν μία αναπτυξιακή τράπεζα με κεφάλαια από δέκα έως πενήντα δισεκατομμύρια δολάρια και ένα απόθεμα συναλλαγών εκατό δισεκατομμυρίων δολαρίων.  Αιτιολογούν μάλιστα τον σκοπό τους αυτό με το εξής σκεπτικό: επειδή οι σημερινοί διεθνείς θεσμοί δεν τους δίνουν την θέση που τους αρμόζει στην παγκόσμια οικονομία, παρότι οι χώρες τους αντέδρασαν καλύτερα στην παγκόσμια κρίση του 2008 και από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και από την Ευρώπη, είναι αναγκαία η δημιουργία αυτής της αναπτυξιακής τράπεζας για να μπορέσει να γίνει καλύτερος ο ανταγωνισμός απέναντι στην κυριαρχούσα δυτική οικονομία. Η Κίνα, η οποία βάζει τα περισσότερα χρήματα σε αυτή την προσπάθεια και φιλοδοξεί να κάνει τη Σαγκάη βάση αυτής της νέας αναπτυξιακής παγκόσμιας τράπεζας, έχει επιτύχει όλους τους στόχους της έως τώρα μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας τράπεζας, δίχως να έχει ακόμα τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα ήθελε και θα έπρεπε να έχει.

Πολύ ωραία η φιλοδοξία των BRICS. Μπορεί όμως να επιτύχει αυτή η προσπάθεια;

Ο κύριος εχθρός αυτών των αναπτυσσόμενων χωρών δεν είναι όπως φωνάζουν κυρίως η Κίνα και η Ρωσία ο αιώνιος αντίπαλος η Αμερική, αλλά η ίδια η δομή της οργάνωσής τους. Η Βραζιλία για παράδειγμα ξοδεύει έντεκα δισεκατομμύρια δολάρια για υποδομή αθλητικών σταδίων αλλά ταυτόχρονα, έχει βασικές ελλείψεις σε ανάγκες παιδείας, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, κάτι που ξεσήκωσε τον κόσμο. Ως γνωστόν γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους έγιναν βίαια επεισόδια πριν και κατά του πρόσφατου Παγκοσμίου Κυπέλου Ποδοσφαίρου ως ένδειξη διαμαρτυρίας αυτής της προαναφερθείσας πολιτικής που οδηγεί τα τελευταία χρόνια τη χώρα σε διαρκή στασιμότητα και αναταραχή. Με τη σειρά της η Ουκρανική κρίση δημιουργεί επίσης ουσιαστικό πρόβλημα στη Ρώσικη ανάπτυξη καθότι της δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας της οικονομίας, ελευθερίας της διακίνησης των προϊόντων με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και με την Ευρώπη και ακόμη προκαλεί μία διαρκή ανασφάλεια στα σύνορα της Ρωσίας. Στις Ινδίες τώρα η εκλογή Modi δεν μοιάζει να επαληθεύει τις αρχικές ελπίδες και η οικονομία της χώρας μοιάζει περισσότερο μουδιασμένη και αναποφάσιστη και λιγότερο έτοιμη να αυξήσει την αναπτυξιακή της ταχύτητα. Στη δε Νότια Αφρική οι αξιώσεις των μεταλλωρύχων και η μόνιμη αστάθεια των συναλλαγών δημιουργούν ένα ακόμη πρόβλημα σταθερότητας. Μόνο η Κίνα λοιπόν προς το παρών διατηρεί την αναπτυξιακή της πορεία πάνω από επτά τις εκατό (7%).

Αντιπροσωπεύοντας λοιπόν το σαράντα τις εκατό (40%) του πληθυσμού και το ένα πέμπτο (1/5) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος οι BRICS, φιλοδοξούν να ανταγωνιστούν τη δυτική κυριαρχία μέσω του «κοινού» τους ταμείου και της αναπτυξιακής τους τράπεζας. Τι «κοινό» όμως έχει για παράδειγμα το πετρελαϊκό κράτος της Ρωσίας με την απέραντη αγορά του Κινέζικου κομματικού καπιταλισμού; Πώς θα ισορροπήσει αυτή η Κινέζικη αγορά με τις αγορές της Ινδίας και της Βραζιλίας που λειτουργούν ως ο αντίποδας μιας κρατικής νοοτροπίας και λειτουργίας; Τα διαφορετικά συμφέροντα και οι κρατικές δομές είναι η πραγματική δυσκολία μιας «κοινής» πολιτικής των αναπτυσσόμενων χωρών. Δεν έχουν αυτές τη Δυτική ομοιογένεια που επιτρέπει στη Δυτική οικονομία να προσαρμόζεται εύκολα ή δύσκολα στις δύσβατες οικονομικές καταστάσεις. Παρολ’ αυτά μπορώ να πω ότι η προσπάθεια των BRICS εμπεριέχει μία καλή και κακή «απειλή». Η κακή «απειλή» είναι να αποκοπούν μέσα από αυτήν την οργανωμένη τους προσπάθεια οι αναπτυσσόμενες χώρες από την παγκόσμια οικονομία. Κάτι που δεν είναι θετικό για κανέναν. Η δε καλή «απειλή» συνίσταται στο ότι η προσπάθεια των BRICS περιλαμβάνει ένα στοιχείο που οδηγεί σε ένα νέο ανταγωνισμό μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Μία τέτοια διαμάχη αν ξεπεράσει τους αρνητικούς κινδύνους μπορεί να συμβάλλει σίγουρα θετικά γιατί θα δώσει μία νέα δυναμική στη παγκόσμια οικονομία και θα ενεργοποιήσει γόνιμα το παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι.

                Δημοσθένης Δαββέτας

Καθηγητής Πανεπιστημίου, εικαστικός, ποιητής

Σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά σε θέματα πολιτισμού

el → en
myth
noun: myth, legend, fable, fiction, tale

Πολιτική: θέατρο του μίσους (Ελεύθερος Τύπος 28.08.2014)

Πολιτική: θέατρο του μίσους

Ήρθε θεωρητικά το τέλος των διακοπών και η πολιτική τάξη της χώρας μας είναι έτοιμη για δράση. Όπως προαναγγέλλεται μετά τις συζητήσεις στις 3 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι με την Τρόικα θα έχουμε πολλά θετικά μελλούμενα τα οποία και η κυβέρνηση ελπίζει να λειτουργήσουν ανακουφιστικά στον κόσμο. Μένει να δούμε αν και πάλι το γνωστό λεξιλόγιο της αντιπολίτευσης όπως «πουλημένοι», «ψεύτες», «προδότες» κτλ που τώρα χρησιμοποιούνται θα ισχύσει πάλι. Αυτό το λεξιλόγιο με τη βίαιη, ψεύτικη και λαθεμένη του χρήση μέσα και έξω από τη Βουλή αλλά και σε επίσημες ανακοινώσεις ή σε άρθρα, ή  σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις δίνει ένα χαρακτήρα Μίσους και λειτουργεί ως αποπροσανατολισμός στον κόσμο. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό το επιθετικό λεξιλόγιο είναι θέατρο, και όταν οι αντίπαλοι όταν βρίσκονται ιδιωτικώς χρησιμοποιούν πιο φιλικούς και εγκάρδιους τρόπους. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για βουλευτές της Χρυσής Αυγής ή κάποιους βουλευτές της ευρύτερης αντιπολίτευσης αλλά και για κάποιους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ονειρεύονται μέρες Βελουχιώτη. Κοντολογίς όμως αυτό το λεξιλόγιο του μίσους εγκαθιδρύει μέσα από τη δύναμη της επανάληψης των λέξεων μία άσχημη και στείρα πολιτική πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το «Μίσος» είναι ίδιον του ανθρώπου και ότι αν έχουμε εφεύρει τη δημοκρατία και τον πολιτισμό είναι για να ελέγξουμε αυτό το ανεξέλεγκτο φυσικό πάθος και να το μετατρέψουμε σε δημιουργικότητα. Αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» για να θυμηθώ εδώ τον Ρουσώ μας ξεχωρίζει από τα ζώα. Γι’ αυτό  και όταν θυμώνουμε με κάποιον λέμε φράσεις όπως «βρε ζώο», ή «τι ζωώδες αυτό που έκανες», ή «σαν ζώο του επιτέθηκε», κτλ. Κι όμως υπάρχει διαφορά ως προς το «κακό» (κατά τη θεολογία) μίσος, μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Το ζώο κάνει «κακό» είτε για να τραφεί, είτε για να σκοτώσει. Σκοτώνει όμως δείχνοντας αδιαφορία για την πράξη του. Αντίθετα ο άνθρωπος ενδιαφέρεται να πράξει το κακό χρησιμοποιώντας το μίσος σαν αποτέλεσμα, σαν σκοπό. Βασανίζει, σκοτώνει, κάνει πολέμους από μίσος προς το διαφορετικό. Γιατί το κάνει; Γιατί τα πάθη παραμένουν ισχυρά μέσα του. Θα έλεγα μάλιστα πως αντιθέτως από ότι οι περισσότεροι νομίζουν αισθήματα όπως φόβος, αγανάκτηση, ζήλεια, θυμός, αγάπη, μίσος, είναι συχνά τα πραγματικά κριτήρια πολιτικών δράσεων από ότι τα μονίμως καταγγελλόμενα ως οικονομικά συμφέροντα. Παρότι συχνά σε προσωπικές ή γενικές συζητήσεις ονειρευόμαστε μία θεσμική αντικειμενική οργάνωση, όταν έρχεται η ώρα των πολικών αποφάσεων τα πάθη του καθενός επηρεάζουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Η «βαρβαρότητα» των παθών καλυμμένη από ένα συχνά δήθεν ιδεολογικό μανδύα τείνει να γίνει μόνιμη στην πολιτική σκηνή της χώρας μας. Αν δεν αλλάξει (που δύσκολα το βλέπω) παρά τα όποια καλά γίνουν από την κυβέρνηση, θα έχουμε και πάλι έναν μαύρο χειμώνα, όπου το θέατρο του μίσους θα γίνεται όλο και περισσότερο καθημερινότητα του μίσους και θα θεμελιώνει μία κοινωνία του μίσους για τους νέους, με ευθύνη συλλογική τόσο των πολιτικών όσο και του κόσμου.

Υπάρχει «αριστερή» τέχνη; (Ελευθεροτυπία της Κυριακής 24.08.2014)

Υπάρχει «αριστερή» τέχνη;

                Ως αριστερή τέχνη εννοούμε συνήθως μία αντι-αστική, αντι-κομφορμιστική, επαναστατική, κοντολογίς αντι-συστημική τέχνη. Μέσα από την στάση της αυτή διεκδικεί το «ηθικό» πλεονέκτημα της μάχης της πρωτοπορίας εναντίον των καλλιτεχνικών στερεοτύπων και οδηγεί τον αγώνα για δημιουργία νέων μορφών έκφρασης. Όλη η μοντέρνα και μετα-μοντέρνα (σύγχρονη) τέχνη, διαπερνάται από άκρη ως άκρη από αυτό το ριζοσπαστικό πνεύμα, το δηλωμένο ως αντι-αστικό και αντι-καπιταλιστικό. Ο Picasso θα μπορούσε να ήταν ένα θαυμάσιο τέτοιο παράδειγμα μοντέρνου αριστερού καλλιτέχνη, μιας και με τα έργα και τη ρητορική του υποστήριζε αυτή την αντίληψη. Ανάλογη επαναστατική φρασεολογία χρησιμοποίησαν και μεταμοντέρνοι (σύγχρονοι) καλλιτέχνες. Όπως παραδείγματος χάριν αυτή του κινήματος Fluxus που επιτέθηκαν στην αστική αισθητική του «ωραίου» και της αντίληψης των «καλών τεχνών». Στην θέση τους πρότειναν τις installations και τις performances, πλαστικές εκφράσεις, που ήθελαν να δείξουν ότι το έργο της τέχνης είναι μονίμως ανοιχτό, μονίμως διευρυμένο, δυνάμενο να εμπλουτιστεί συνεχώς ως work in progress. Τέχνη και ζωή γι’ αυτούς ήταν κάτι το αδιαχώριστο. Ήταν παιδιά της Art Total μιας καθαρά μοντέρνας πρότασης των πρωτοποριών (avant garde) στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόκειται για τέχνη που δεν θέλει να τελειώσει ποτέ, που είναι γέννημα στρατηγικής και ενέργειας, που δίνει αξία στη συμβολική γλώσσα των υλικών και αρνείται τον παραδοσιακό λόγο ζωγραφικής ή γλυπτικής. Πρόκειται για την τέχνη του α-τελείωτου έργου.

                Αυτή η καθ’ όλα επαναστατική ρητορική, όπως οι ίδιοι είπαν ή ισχυρίστηκαν, αποδομεί το παρελθόν, υπηρετεί την πρόοδο και εργάζεται για το μέλλον. Κυρίως στον 20ο αιώνα και ειδικά με πρωτοπόρους τους Ρώσους φουτουριστές (που ήταν η αισθητική στυλοβάτες της Ρώσικης Επανάστασης) και τους πολλούς μιμητές τους στην Ευρώπη οι «αριστεροί» καλλιτέχνες επέβαλαν στο να ταυτιστεί ο όρος προοδευτικός με τον «αριστερό» δημιουργό. Φίλος του λαού (chic) εξ’ ορισμού ο αριστερός επαναστάτης εχθρός των αστών και των πλουσίων εκμεταλλευτών (chic) πέρασε στον κόσμο της τέχνης, ότι έχει το «ηθικό» πλεονέκτημα της μάχης εναντίον της συντήρησης και της παράδοσης υπέρ της αναζήτησης του καινούριου, της διαρκούς καινοτομίας. Ας επισκεφτεί κάποιος τις σύγχρονες gallery (παραδείγματος χάριν του διάσημου Larry Gagosian), τους πλειστηριασμούς των διεθνών οίκων τέχνης (όπως για παράδειγμα Sotheby’s) και ας δουν τις τιμές των έργων των συγχρόνων επαναστατών καλλιτεχνών. Θα δουν τιμές που αγγίζουν τα πολλά εκατομμύρια ευρώ. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα. Πώς γίνεται ένας αντι-αστός, εξεγερμένος, αντι-συστημικούς καλλιτέχνης να κερδίζει και να διαπραγματεύεται υπέρογκα χρηματικά ποσά από τους αστούς, συστημικούς του εχθρούς. Πώς γίνεται να μάχεται και ταυτόχρονα να θρέφεται από τον θεμελιώδη εχθρό του; Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Όταν η παγκοσμιοποίηση σήμερα για λόγους ανταγωνιστικότητας στηρίζει την παγκόσμια κίνηση κεφαλαίων, τη διαρκή κινητικότητα και το δικαίωμα κριτικής, όταν εξορθολογίζει την ωφέλεια, οργανώνει και ερευνά την παραγωγή και όλα αυτά στην υπηρεσία της Ανάπτυξης και της Κατανάλωσης, σε τι διαφέρει από την «αριστερή» τέχνη που επίσης διεκδικεί τη διαρκή καινοτομία την ευρηματικότητα, την ανανέωση και γενικώς της διαρκή «δημιουργική καταστροφή» για να θυμηθώ, εδώ και τον Joseph Schoumpeter; Ουσιαστικά σε τίποτα. Έχουν κοινό παρανομαστή και φαίνονται απλά διαφορετικοί στη φρασεολογία. Και είναι ακριβώς εδώ που βρίσκεται η μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα του «μισητού» καπιταλισμού και της επίσης «μισητής» αστικής τάξης. Αφήνει τον σύγχρονου εικαστικό καλλιτέχνη να μιλά, να ονειρεύεται και να φαντασιώνεται την αναρχία του και ταυτόχρονα τον αποκοιμίζει, εξουδετερώνοντάς τον μέσα από τις τιμές και τα δισεκατομμύρια που του προσφέρει αφειδώς. Παίρνει το σύστημα την αισθητική αξία των έργων σπουδαίων καλλιτεχνών (όπως π.χ. Beuys, Twombly, Baselitz, Bacon κτλ) και τη χρησιμοποιεί ως δικιά του αισθητική αξία. Θα μπορούσα, μιλώντας ρεαλιστικά και τολμηρά, να πω, ότι η σύγχρονη τέχνη με τη συχνά αριστερή φρασεολογία και επαναστατική ρητορική γίνεται εργαλείο της ανάγκης του καπιταλιστικού συστήματος για διαρκή καινοτομία. Το σύγχρονο εικαστικό σύστημα αγοράς χρησιμοποιεί τα έργα της σύγχρονης τέχνης ως αισθητική βιτρίνα του εξωραϊσμού του. Ως αισθητική βιτρίνα του σύγχρονου πολιτισμού.

                                                                Δημοσθένης Δαββέτας

Καθηγητής αισθητικής, ποιητής, εικαστικός,

Σύμβουλος του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντ. Σαμαρά σε θέματα πολιτισμού.

el → en
there
phrase: there is

Η μαγική λέξη της «αποπλάνησης» (Ελεύθερος τύπος 21.08.2014)

Η μαγική λέξη της «αποπλάνησης»

 

Και σε Ευρώπη και σε Ελλάδα σε προεκλογικές περιόδους ή μη, προφέρεται από τα κόμματα μία λέξη που συνεχίζει να μαγεύει: η λέξη «αλλαγή». «Όλα να αλλάξουν» ή «Άλλαξέ τα  όλα» είναι οι συνήθεις φράσεις που οι οπαδοί απευθύνουν προς τους προέδρους των κομμάτων και αυτοί απαντούν «ναι, όλα θα αλλάξουν- θα τ’ αλλάξω όλα». Η μαγική αυτή λέξη πήρε μεγάλη διάσταση κατά τη νεωτερική αντίληψη που γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Σε αντίθεση με την παλαιότερη μαγική λέξη «διατήρηση» η αλλαγή πρόσφερε στον κόσμο το φάντασμα μίας προσωπικής, κοινωνικής, πολιτικής, αισθητικής, ηθικής και οικονομικής εξέλιξης. Όσο η «διατήρηση» στηριζόταν στο προτέρημα της προσωπικής και συλλογικής σταθερότητας, άλλο τόσο η «αλλαγή» στηρίζεται στην βιασύνη και στην επιθυμία του νεωτερικού ανθρώπου να ζήσει το μέλλον ως παρών. Σήμερα η λέξη αλλαγή δείχνει να επιβάλλεται παγκοσμίως σαρωτικά και μάλιστα με φρενήρη πορεία. Πού μπορεί όμως να φτάσει η ακραία εμμονή της αλλαγής; Εύκολα αλλάζουμε επαγγέλματα, αλλάζουμε φίλους ή ερωτικούς συντρόφους, αλλάζουμε αξίες και προσανατολισμούς. Τα πάντα, από ηθικές, οικονομικές, πολιτικές, εθνικές, πατριωτικές, οικογενειακές, θρησκευτικές και πολιτισμικές αξίες αντιμετωπίζονται ως ρευστό προϊόν. Δηλαδή τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Αφού τίποτα δεν είναι σταθερό, αφού τίποτα δεν είναι ανθεκτικά διαρκές, το μόνο που ισχύει είναι ότι ανάλογα από την οπτική γωνία που βλέπουμε το θέμα μας, ανάλογη είναι και η γνώμη μας. Όλα λοιπόν γυρίζουν στην επιβολή του εγώ. Όλα είναι προϊόντα ενός εγωκεντρικού υποκειμενισμού. Αυτή η θέση θυμίζει τη διαμάχη Σωκράτη και σοφιστών. Για τον πρώτο όπως και για τον μαθητή του τον Πλάτωνα δεν ήταν τα πάντα ρευστά και σχετικά, υπήρχε πάντα μία αλήθεια σταθερή γύρω από την οποία κινείτο ο εναλλασσόμενος κόσμος των αισθήσεων. Για τους σοφιστές ίσχυε το αντίθετο: όλα ήταν υποκειμενικά και το μόνο που ίσχυε ήταν η δύναμη της πειθούς. Δεν είχε σημασία με ποιον τρόπο αλλά τους έφτανε να σε πείσουν μιας και δεν πίστευαν στην αλήθεια αλλά στην επιβολή. Κάτι τέτοιο πάει να γίνει σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην πολιτική, την οικονομία, την οικολογία, τις αισθηματικές και καθημερινές σχέσεις προέχει η δύναμη της επιβολής που κρύβεται, χρησιμοποιώντας για τον δικό της σκοπό την λέξη «αλλαγή». Είναι καιρός η λέξη αυτή να ελευθερωθεί από τους «νταβατζήδες» της. Η αλλαγή είναι γέννημα παρατήρησης της φύσης. Τα πράγματα αλλάζουν σύμφωνα με μία φυσική διαλεκτική. Οι άνθρωποι αλλάζουν επίσης. Πρέπει να δούμε την αλλαγή ως εξελικτική νομοτέλεια και όχι ως σύνθημα εξόντωσης διαχρονικών αξιών. Αυτό να το καταλάβουν οι πολιτικοί αλλά και ο κόσμος, έτσι ώστε οι πολίτες να μην «αποπλανούνται» στα πλαίσια της ψηφοθηρίας των πολιτικών.