Ο Ομπάμα και το Ισλάμ (Ελεύθερος Τύπος 05.02.2015)

Ο Ομπάμα και το Ισλάμ

Συντομεύοντας την επίσκεψή του στις Ινδίες ο Μπάρακ Ομπάμα βρέθηκε την Τρίτη 27 Ιανουαρίου στην Σαουδική Αραβία, για να παραστεί και να μεταφέρει τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του αποθανόντος βασιλιά Αμπνταλάχ. Εκτός από την κηδεία του Νέλσον Μαντέλα, ιδιαίτερα χαρισματικής ιστορικής φυσιογνωμίας, ο Αμερικανός πρόεδρος δύσκολα παρίσταται σε τέτοια γεγονότα. Η παρουσία του εκεί οφείλεται ουσιαστικά στην συζήτηση για την δυσκολία που περνά σήμερα η στρατηγική σχέση Η.Π.Α. και Σαουδικής Αραβίας.
Ως γνωστόν ήταν το 1945 στις 14 Φεβρουαρίου στα πλαίσια της συμφωνίας της Γιάλτας όπου ο Αμερικανός τότε πρόεδρος Ρούσβελτ υπέγραψε με τον Βεδουίνο Βασιλιά ένα σύμφωνο διάρκειας εξήντα χρόνων το οποίο και ανανεώθηκε το 2005 από τον πρόεδρο Μπους. Το σύμφωνο αυτό που ακούει στο όνομα «ειρήνη του Quincy” είναι κατά βάση μια ανταλλαγή. Η πρώτη δύναμη του κόσμου, η Αμερική, εγγυάται την ασφάλεια του Σαουδικού βασιλείου, ενώ ταυτόχρονα, η πρώτη πετρελαϊκή δύναμη του κόσμου, η Σαουδική Αραβία, εγγυάται στις Η.Π.Α., την ασφάλεια σε πετρέλαιο. Οι Αμερικανοί όμως από το 1945 έκαναν και μια επιπλέον υποχώρηση. Συμφώνησαν να μην ανακατευτούν ποτέ στις εσωτερικές υποθέσεις των Σαουδαράβων. Έτσι εξηγούνται τα στραβά μάτια της Αμερικής σε κατάφορες παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων στην Σαουδική Αραβία, ενώ σ’ άλλα κράτη παγκοσμίως είναι πολύ σκληροί. Ποιος μπορεί να δεχτεί για παράδειγμα ότι απαγορεύεται στις γυναίκες να οδηγούν, ή ακόμα ότι ο συγγραφέας Ραλφ Μπαντάουι, καταδικάστηκε σε πενήντα χτυπήματα μαστιγίου, επειδή τόλμησε να δημιουργήσει ένα ελεύθερο πολιτικό μπλογκ; Θα μπορούσαν να δοθούν κι άλλα πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα κατάφορης παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όμως ας μείνω εδώ, γιατί από αυτά γίνεται φανερό ότι αυτή η ιδιαίτερη αντίληψη του Ουαχαμπισμού (της Σουνίτικης αντίληψης του Ισλάμ, της ορθόδοξης), είναι ένα είδος σκληρού «Καλβινισμού», του Σουνίτικου Ισλάμ.
Στο τέλος του 18ου αιώνα ο Μοχάμεντ Μπεν Αμπντελουαχάμπ διακήρυξε ένα αυστηρό Ισλάμ που θα ‘παιρνε κατά γράμμα το κείμενο του Κορανίου. Αυτός ο αντιδραστικός μεταρρυθμιστής ενώθηκε με την οικογένεια Σαούντ και επέβαλε να απαγορεύεται οποιαδήποτε ελεύθερη ερμηνεία των ιερών κειμένων. Έτσι το Κοράνι έμεινε κατά την ουαχαμπίτικη πρότασή του, ένα κείμενο που δεν έχει προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις των κοινωνιών. Κάθε νεωτερική προσπάθεια δεν έγινε αποδεκτή. Τον δε Νοέμβριο του 1979, τριακόσιοι φανατικοί κατέλαβαν το τέμενος της Μέκκας αντιδρώντας στην δυτικοποίηση της κοινωνίας. Έτσι η Μοναρχία συμφώνησε με τους εξεγερμένους να μπορούν ελεύθερα να εξάγουν τις ιδέες τους «στην Ευρώπη ή σ’ άλλες Αραβικές χώρες, αλλά όχι μέσα στη Σαουδική Αραβία». Γνωρίζουμε πολύ καλά το τι έδωσε η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας. Και είναι αυτή ακριβώς που πάει να συζητήσει ο Μπάρακ Ομπάμα με τους νέους Σαουδάραβες ηγέτες. Το αίτημα είναι ξεκάθαρο: Θέλουμε ένα ειρηνικό, εκσυγχρονισμένο κι όχι αρχαϊκά βίαιο Ισλάμ.

Δημοσθένης Δαββέτας.

Για το Υπουργείο Πολιτισμού (Ελεύθερος Τύπος 29.01.2015)

Για το Υπουργείο Πολιτισμού

Στην σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα υπάρχει ένα υπουργείο που χρήζει πάντα ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Αυτό είναι το Υπουργείο Πολιτισμού. Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο πολιτισμός είναι ταυτοτική ρίζα, επικοινωνιακό όπλο και μπορεί κάλλιστα να γίνει πυλώνας οικονομικής ανάπτυξης, ο υπουργός πολιτισμού ή και ο υφυπουργός αποτελούν πρόσωπα κλειδιά. Και σαν τέτοια πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενό τους. Στην τρέχουσα πολιτική ζωή υπάρχουν τρεις κυρίως αντιλήψεις για τα κριτήρια της επιλογής του αρμόδιου υπουργού.
Η μία λέει ότι πρέπει να είναι πρόσωπο αποστασιοποιημένο από τα πολιτισμικά δρώμενα της χώρας. Να ‘ναι βέβαια πρόσωπο που σκέφτεται πολιτικά, που γνωρίζει από τακτικές και στρατηγικές, που’ χει ιδεολογικές κατευθύνσεις, αλλά που δεν προέρχεται μέσα από τα σπλάχνα της πολιτιστικής οικογένειας. Με απλά λόγια δεν είναι ο ίδιος δημιουργός αλλά κυρίως έξυπνος διαχειριστής πολιτιστικών γεγονότων, αγαθών και καταστάσεων.
Η δεύτερη αντίληψη θέλει να πιστεύει ότι ο υπουργός και ο υφυπουργός πρέπει να είναι πρόσωπα που γνωρίζουν πολύ καλά από τα μέσα τα μυστικά της δημιουργικής και πολιτισμικής έκφρασης διότι είναι τα ίδια καλλιτέχνες. Η τρίτη περίπτωση πιστεύει στην αντίληψη ότι ο υπουργός πρέπει να είναι κάποιος, που αν και ο ίδιος δεν είναι δημιουργός, προέρχεται από την οικογένεια του πολιτισμού.
Στην πρώτη από τις τρεις περιπτώσεις, αυτήν των αμιγώς πολιτικών, οι οποίοι θα μπορούσαν να διαχειριστούν με την ίδια ευκολία το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και αυτό της Υγείας, της Οικονομίας και όποιο άλλο, η ιστορία δεν έχει να επιδείξει σπουδαίες περιπτώσεις, πλην κάποιων που έκαναν απλά καλή διαχείριση του ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού υλικού. Στην δεύτερη περίπτωση, αυτήν των υπουργών-δημιουργών, η ιστορία μας έχει δώσει πολλά θετικά δείγματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο περίφημος Γάλλος συγγραφέας Αντρέ Μαρλώ, ο οποίος έκανε θαυμάσιες καινοτομίες, πήρε εντυπωσιακές πρωτοβουλίες και άλλαξε τον σύγχρονο πολιτιστικό χάρτη της Γαλλίας.
Στην τρίτη περίπτωση, αυτήν των πολιτικών που προέρχεται από την ευρύτερη πολιτιστική οικογένεια, έχουμε ιστορικά δείγματα όπως αυτό του Ζακ Λανγκ στη Γαλλία, όπου συναναστρεφόμενος σε όλη του τη ζωή με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών και όντας ο ίδιος σταθερά στον κύκλο τους μπόρεσε να κινηθεί με άνεση ως υπουργός πολιτισμού και να συμβάλλει σε ένα είδος ποιοτικού πολιτισμικού κλίματος στη χώρα. Ανέδειξε πολλά πολιτιστικά ζητήματα και βρήκε έξυπνες λύσεις στα προβλήματά τους.
Σε αυτή την τελευταία περίπτωση κατατάσσω και τον Νίκο Ξυδάκη, τον νέο υφυπουργό πολιτισμού της σημερινής κυβέρνησης. Δεν ξέρω τι θα μπορέσει να επιτύχει, όμως γνωρίζει καλά την ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο με χωρίζει τεράστια ιδεολογική απόσταση, έκανε μια καλή επιλογή βάζοντας στο χώρο του πολιτισμού έναν άνθρωπο που προέρχεται από αυτόν και με τον οποίο υπήρξα συνοδοιπόρος στην κριτική τέχνης για πολλά χρόνια.

Δημοσθένης Δαββέτας