Ο Ντυσάμπ κι η σύγχρονη τέχνη
Γιορτάζονται φέτος τα 100 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση στην τέχνη του ready-made, δηλαδή του ετοιμοπαράδοτου βιομηχανικού προϊόντος.
Η χρήση του στις συνθέσεις των καλλιτεχνών και στα έργα τους, άλλαζε την παραδοσιακή αντίληψη του έργου τέχνης, κι έδωσε τελείως νέες, διαφορετικές δυνατότητες στην καλλιτεχνική γλώσσα. Για παράδειγμα: μία ρόδα ποδηλάτου στο μυαλό μας αντιπροσωπεύει ένα λειτουργικό στοιχείο του ποδηλάτου. Αν την αφαιρέσουμε και την τοποθετήσουμε μέσα σ’ένα μουσείο ή μία gallery στη διάρκεια μίας έκθεσης, η ρόδα-αντικείμενο, μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο, όπως η ταχύτητα, ή η ακινησία αν δεν κινείται κλπ. Βγαίνοντας δηλαδή από το γνωστό λειτουργικό του πλαίσιο ένα αντικείμενο και βάζοντάς το σ’ άλλο, του αλλάζουμε ή του εμπλουτίζουμε την σημασιολογική δυνατότητα.
Ο Πρωτεργάτης αυτής της τέχνης, ο Γάλλος Μαρσέλ Ντυσάμπ, ο “πιο έξυπνος άνθρωπος του 20ου αιώνα” κατά τον Αντρέ Μπρετόν, αυτοδίδακτος, αντι-αστός και βαθιά καλλιεργημένος, πέτυχε να προκαλέσει: να εντυπωσιάσει και ν’ αμφισβητήσει τα όρια των παραδοσιακών (καλών) τεχνών.
Διεύρυνε έτσι την δημιουργική έκφραση πέρα από τα πλαίσια των ειδικών, μιας και ο οποιοσδήποτε με ιδέες μπορούσε να γίνει καλλιτέχνης. Στην προσπάθειά του αυτή του εμπλουτισμού της τέχνης με μη-παραδοσιακά εικαστικά στοιχεία, πάντρεψε δημιουργικότητα, πρόκληση, οικονομία, θέαμα, και γλωσσικές δυνατότητες, βάζοντας τις βάσεις για νέες μορφές εικαστικής έκφρασης, όπως οι installations (εγκαταστάσεις) ή οι performances (δια-δράσεις).
Δίχως όμως να το επιδιώξει (επίσημα) έδωσε παράλληλα και τη δυνατότητα στους επιγόνους του, να μετατρέψουν την οικονομία σ’ εμπόριο, το θέαμα σ’επικοινωνία, τη γλώσσα σ’ εξυπνακισμό, την πρόκληση σε ψευτοναρκισσισμό και την δημιουργικότητα σε στείρα ευκολία. Φτάνει κάποιος να κάνει μία βόλτα στις περισσότερες γκαλερί σήμερα για να δει “έργα”, που’ναι μόνο ευπώλητα, εφήμερα, εύπεπτα προϊόντα, έτοιμα προς κατανάλωση και πώληση σαν αυτά ενός σουπερ-μάρκετ.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειοψηφία των προϊόντων της εικαστικής αγοράς ανταποκρίνονται στο πνεύμα μίας εύκολης ευχαρίστησης των ματιών, μίας επιτηδευμένης πρόκλησης (πάντα γύρω από μία αγοραία, “πάνδημο”, θα’ λεγε ο Πλάτωνας, σεξουαλικότητα), δίχως πνευματικές ανησυχίες κι ερωτήματα ζωής (όπως είναι τα γνήσια έργα τέχνης), δίχως έρευνα στην μορφή των έργων. Μ’αναζήτηση κυρίως την ψευτο-ανανέωση είναι έτοιμα πάντα να ευχαριστήσουν αυτούς που πληρώνουν αδρά για να τ’ αγοράσουν. Αυτούς που τα παράγουν και τα συντηρούν: τους σύγχρονους αστούς της παγκοσμιοποίησης. Ο αντι-αστισμός του Ντυσάμπ έγινε φιλο-αστισμός. Έγινε έστω και παρά τη θέλησή του ένα κακόγουστο στήριγμα του σημερινού “σύγχρονου” συστήματος. Η άλλη του όψη.
Δ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ