Το «θεολογικό» απόλυτο του Μαρξισμού
Η επέτειος του θανάτου του Στάλιν (5-3-1953), υπήρξε μια καλή ευκαιρία για να τεθεί ξανά το ερώτημα: γιατί οι πιο δραστήριοι διανοούμενοι του 20ου αιώνα ένιωσαν έλξη από καθεστώτα όπως αυτά του Στάλιν, του Μάο, του Ποτ Ποτ, ή ακόμη κι από δράσεις «τρομοκρατικών» ομάδων όπως οι Ερυθρές ταξιαρχίες, Μπάαντερ -Μάινχοφ, που προκάλεσαν τόσες δολοφονίες;
Η απάντηση βρίσκεται μέσα στις ρίζες της Μαρξιστικής ιδεολογίας. Ως άξονας αλλαγής αυτή, θέλησε να ερμηνεύσει την Ιστορία και την Πολιτική ως «επιστημονική αλήθεια» της ανθρώπινης εξέλιξης. Αντιτιθέμενη στον θεολογικό δογματισμό επικαλέστηκε ότι η ίδια ήταν παιδί, όχι της Αποκάλυψης αλλά της Λογικής. Έδωσε έτσι προτεραιότητα στην Γήινη πραγματικότητα ως αντίθεση στην Ουράνια. Και την ερμήνευσε ως σχήμα τάξεων που πάλευαν για την κυριαρχία των μέσων παραγωγής στην βιομηχανική κοινωνία. Η ανατροπή της κυριαρχούσας τάξης από την κυριαρχούμενη θα ‘δινε την ευτυχή λύση. Αυτή η πάλη των τάξεων του κομμουνιστικού μανιφέστου δεν δικαιώθηκε ως σήμερα ούτε Ιστορικά, ούτε Πολιτικά. Γιατί η υπέρ-απλούστευση της πραγματικότητας σ’ένα εγκεφαλικό σχεδιασμό είναι λάθος. Η πραγματικότητα είναι περίπλοκη, αβυσσώδης και συχνά δύσκολη κατανόησης. Κι ακόμη: το να σχηματοποιείς την κοινωνία δεν είναι επιστήμη. Το να βάλεις την κυριαρχούμενη τάξη ως τελική λύση, δεν είναι επιστημονικό. Η επιστήμη προχωρά με συνεχείς ανατροπές ή συμπληρώσεις του προηγούμενου από το επόμενο. Είναι μία διαρκής έρευνα που θα εξελίσσεται όπως η ανθρώπινη ζωή. Συνεπώς δεν έχει τέλος αυτή η πορεία, δεν σταματά σε κάποιον «παράδεισο» τελικής λύσης όπως προτείνει ο Μαρξισμός. Κατά βάθος ο Μαρξισμός μετέτρεψε το γήινο Απόλυτο σε κρυψώνα του Ουράνιου Απολύτου. Είδε την βιομηχανική παραγωγή ως μία μορφή εξουσίας του ανθρώπου επί της Φύσης, κάτι που ενέχει και Καρτεσιανή αφέλεια και «θεολογική» παραφθορά. Κυρίως όμως ενέχει απολυταρχισμό. Ενέχει μια «παραδεισιακή» φαντασίωση που είναι επικίνδυνη γιατί διαχωρίζει την πρόθεση εκ του αποτελέσματος. Ταυτίζοντας «Ουρανό και Γη» και κάνοντας τα να συνυπάρξουν στο «γήινο» της παραγωγής, στερεί την ελευθερία του διανοητικού στοιχείου της δράσης. Υποχρεώνει την διανόηση να δρα μέσα στην παραγωγή και δια μέσου αυτής. Της στερεί δηλαδή την αναγκαία ουδετερότητα που χρειάζεται ο διανοούμενος για να δει με τη δημιουργική απόσταση τα πράγματα του κόσμου. Κι είναι αυτή την διαταραγμένη ισορροπία μεταξύ πρόθεσης και παραγωγής που πρέπει να ξαναβρεί ο σημερινός διανοούμενος. Να ξαναβρεί την ανεξαρτησία του από τον «θεολογικό» απόλυτο της παραγωγικής εξάρτησης.
Δ. Δαββέτας