Όταν οι ιεράρχες αγαπούν την τέχνη (Ελεύθερος Τύπος 29.10.2013)

Όταν οι ιεράρχες αγαπούν την τέχνη

     Πριν δύο εβδομάδες είχα την χαρά και την τιμή να συμμετάσχω στην πρώτη παγκόσμια του συμφωνικού έργου του Σίμογλου, στην Θεσσαλονίκη, διαβάζοντας στο Μέγαρο Μουσικής, κείμενα Καβάφη, δίπλα στην σπουδαία Σόνια Θεοδωρίδου, υπό τον μαέστρο Θεόδωρο Ορφανίδη και άλλους άξιους συνεργάτες. Η εμπειρία μου υπήρξε σπουδαία.

Επρόκειτο για ένα συνδυασμό πνευματικής και αισθητικής ικανοποίησης. Η πρώτη μου έκπληξη ήταν όταν έμαθα ότι  η όλη διοργάνωση ήταν παραγωγή της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Έτσι εξηγήθηκε και η παρουσία του μητροπολίτη Άνθιμου στις πρώτες θέσεις της αίθουσας, δίπλα στον ιεράρχη Δημήτριο της Αμερικής και στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, όπου και οι τρεις τους χειροκροτούσαν θερμότατα. Η δεύτερη έκπληξη μου ήταν όταν λίγες ώρες αργότερα είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω και με τους τρεις προαναφερόμενους ιεράρχες. Ο Βαρθολομαίος με την μεγαλεπίβολη ιερατική του φωνή έδειξε μία βαθιά γνώση και αγάπη για την ποίηση του Καβάφη, τα κείμενα του οποίου διάβαζε από την νεαρή του ηλικία. Έδειξε ένα πρόσωπο αξιοσέβαστο και αξιαγάπητο, όταν με σεμνότητα μιλούσε για την δημιουργική δύναμη της Τέχνης. Ανάλογα εκφράστηκε και ο μητροπολίτης Άνθιμος, του οποίου οι πνευματικές αντιστάσεις και η αγάπη επίσης για ζητήματα τέχνης έλαμπαν μέσα από τις σώφρονες κουβέντες του. Ο δε Αμερικής Δημήτριος εντυπωσίασε με τον έξυπνο, ανατρεπτικό και γεμάτο χιούμορ λόγο του, ένα λόγο που αγκάλιαζε στοργικά και συν-εργά την Τέχνη.

Φεύγοντας το βράδυ μετά το δείπνο, ήμουν ικανοποιημένος γιατί αυτή η στερεότυπη γύρω μας  ιδέα ότι Θρησκεία και Τέχνη δεν συμβαδίζουν, είχε στα μάτια μου αμφισβητηθεί. Και σκέφτηκα τον Χέγκελ, που έγραψε ότι Θρησκεία και Τέχνη (μαζί με την φιλοσοφία) εκφράζουν στην ζωή του πνεύματος το θεϊκό, ενσαρκωμένο σε υλική μορφή (ποίηση, εικαστικά, μουσική…), διά μέσου της δημιουργικής ανύψωσης του καλλιτέχνη. Μέσα από την γόνιμη υποκειμενικότητα, Θρησκεία και Τέχνη συμβάλλουν ώστε το αισθητικό να γίνει μέρος του πνευματικού. Οι Νίτσε, Μαρξ και Φρόυντ, προσπάθησαν να τα διαχωρίσουν και να τα βάλουν το ένα εχθρικό απέναντι στο άλλο. Ο πρώτος θεώρησε την Θρησκεία «ιδεώδες» που αφαιρεί ζωή από το παρόν, κάτι που δεν κάνει η Τέχνη. Ο δεύτερος θεώρησε την Θρησκεία όπιο των λαών. Ενώ ο τρίτος ονειρεύτηκε ότι η Τέχνη θα αντικαθιστούσε στον 20ο αιώνα οριστικά την Θρησκεία.

Και οι τρεις λάθεψαν ( αν και ο Νίτσε είπε κάποιες σωστές αλήθειες). Γιατί η Θρησκεία δεν είναι εχθρός της Τέχνης. Συμβαδίζουν και τα δύο στην άσκηση πνευματικής ζωής. Συνεργούν στην δημιουργική ανάταση, μετασχηματίζοντας το αισθητικό σε πνευματικό, το υλικό σε άυλη ενέργεια, τις μορφές σε γέφυρα για εσωτερική ζωή και  Καθημερινή ισορροπία. Η Θρησκεία δεν είναι μόνο η στεγνή τυπολατρεία όπως εμμένουν να την αντιμετωπίζουν οι υλιστές και μηδενιστές. Είναι η ελευθερία, η εσωτερική έκρηξη για μία διαρκή αυτοανακάλυψη. Στο δρόμο αυτό πορεύεται και η Τέχνη. Και φαίνεται να το πραγματώνουν αξιοσέβαστα οι τρεις προαναφερθέντες ιεράρχες, Βαρθολομαίος, Δημήτριος και Άνθιμος. Ας ακολουθήσουν όλο και περισσότεροι το γόνιμο παράδειγμά τους.

Δημοσθένης Δαββέτας