Ποίηση και Φιλοσοφία: ήττα η νικη ; (Ελεύθερος Τύπος 15.10.2022)

Ποίηση και Φιλοσοφία: ήττα η νικη ;
Ήδη ο τίτλος προκαλεί άμεσο ερώτημα: γιατί αυτό το δίλλημα; Και συνεχίζει το ερώτημα: θα μπορούσε αυτο που συχνά θαυμάζουμε, δηλαδή η Ποίηση κι η φιλοσοφία να’ναι μια μορφή ήττας;
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τον θέμα, που εντυπωσιάζει μεν αλλά που μπορεί και να’ναι και ανευ ενδιαφέροντος.
Η ποίηση κι η φιλοσοφία, αμφότερες γεννήθηκαν, η μεν πρώτη απο την ανάγκη του Ανθρώπου να γυρέψει να μάθει τον εαυτό του κι ο,τι τον περιβάλλει,( το πέρασμα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, την ονομάζει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο), η δε δεύτερη, γεννήθηκε επίσης απο την ανάγκη του Ανθρώπου, να ικανοποιήσει τον θαυμασμό(με την μορφή θετικής έκπληξης κι απορίας που ζητά απάντηση) που ένοιωθε για τον Κόσμο ,του οποίου μέρος ήταν κι ο ίδιος ( το θαυμάζειν εστί φιλοσοφείν, λέει ο Πλάτωνας στον διάλογο του Θεαιτητος). Άρα και οι δύο κι η Ποίηση κι η Φιλοσοφία, γεννήθηκαν ως κάτι που ήθελε να βοηθήσει στην κατανόηση εαυτού και Φυσικού Κόσμου( ως Φύση- Συμπαν). Που ήθελε να εντάξει συνειδησιακά το ανθρώπινο Ον στην Κοσμική τάξη. Και κάτι τέτοιο μας φαίνεται μάλλον νίκη παρα ηττα. Τότε γιατί το ερώτημα του τίτλου;
Αφορμή για την γραφή του άρθρου μου αυτου πήρα απο την εξοργιστική απάντηση ενός φίλου Μαρξιστή, κατά δήλωση του, οτι η Ποίηση κι η Φιλοσοφία είναι ήττα ζωής.
Η αιτία ομως της σύλληψης και γραφης του άρθρου είναι δική μου,βαθιά μέσα μου, όταν φοιτητής ον της Νομικής Σχολής, βασανίστηκα απο το πως θα μπορούσα να ξεπεράσω το ανεκπλήρωτο της καθημερινότητας μου. Δηλαδή, γιατί να τελειώνει μια όμορφη στιγμή που ζούσα ( ερωτική, φιλική, εργασιακή, οικογενειακή, οικονομική, συναδελφική κλπ) και να μην διαρκούσε ατελείωτα; Γιατί να αρρωσταίνει, να γερνά η να πεθαίνει κάτι που θαύμαζα κι αγαπούσα; Η εμπειρία ζωής γύρω μου έλεγε οτι έτσι είναι ο φυσικός κύκλος. Όμως παρότι το καταλάβαινα δεν το δεχόμουν. Ήθελα και το θέλω πάντα μέσα μου κάτι το Θαυμάσιο, να μην τελειώνει, να μην πεθαίνει ποτέ. Παιδική η εφηβική ψυχολογία, σκέφτηκα, οτι είχα. Η κατ’αλλους ανωριμότητα. Τι σημασία όμως είχε η εξήγηση; Απέναντι στην ωριμότητα της λογικής το Θαυμάσιο συνέχιζε να με κατοικεί αρνούμενο να φύγει από μέσα μου. Έπρεπε να βρω μια λύση γιατί βασανιζομουνα απο αισθήματα και συγκίνηση του “τελους”. Αν και κάποιοι θα πουν οτι δεν υπάρχει τέλος αλλά πορεία με στάσεις, εν τούτοις το “Τέλος” αυτού του παιχνιδιού των όποιων θαυμάσιων στιγμών ζωής, με κατεβαλλε. Έπρεπε ναβρω λύση. Κάθησα τότε ενστικτωδώς κι έγραφα στίχους,ζωγράφιζα η συνετασα μικρά κείμενα οπου υμνούσα το όποιο Θαυμασιο ζούσα. Υμνώντας το ένοιωθα οτι δεν πέθαινε, οτι δεν το έχανα, οτι το κρατούσα για πάντα κοντά μου.
Επίσης αρεσκόμουν στο να στοχάζομαι ο,τι βίωνα και να οδηγούμαι σε βιωματικές αλήθειες για μένα και την ζωή.
Έτσι γεννήθηκαν μέσα απο την στον χρόνο άσκηση, οι αγάπες μου για την Ποίηση και την Φιλοσοφία, οι οι οποίες, έγιναν έτσι ενα φάρμακο που θεράπευε και με κρατούσε ταυτόχρονα μέσα στην ζωή του θαύματος, μια ζωή που διαρκούσε και δεν τελείωνε. Κι ακόμη διαπίστωσα οτι δεν ηταν εγωιστικό η ναρκισιστικο ο,τι βιωνα. Ήταν ψυχικό που μετατρεπόταν σε πνευματικό. Δηλαδή άρχισα να ζω την καθημερινότητα μου με μεγαλύτερη ψυχραιμία, δίνοντας στην έννοια του τέλους μια άλλη σημασία . Δεν το αντιμετώπιζα ως θρήνο η απουσία, αλλά κυρίως ως οδύνη τοκετού, ως τροφή της δημιουργικής μου πλεον ζωής, η οποία αποτελείτο στο εξής απο ένα αδιαχώριστο,αδιάσπαστο Όλον (συναισθηματικού και Νοητικού μέρους μαζί). Η όποια λύπη μου δηλαδή απουσίας δεν έμενε στο στάδιο του πένθους αλλά μετατρεπόταν αμέσως μέσα απο τον ενστικτώδη μηχανισμό αντι-λυπικης άμυνας πουχε πλεον δομηθεί μέσα μου σε ενα απλό, φυσιολογικο επεισόδιο μιας πορείας που δεν επηρεαζοταν απο κανένα,τέλος. Μιας πορείας που έμοιαζε με εναν πλατύ δρόμο, με γνωστους κι αγνώστους παράδρομους, μιας πορείας που ένωνε γη και ουρανό, μιας πορείας όπου καθετί βιωματικό είχε βάρος και ταυτόχρονα δεν είχε βαρύτητα. Αυτή η “θαυμασια” στάση ζωής ήταν η ίδια η ζωή ως ύλη και πνεύμα ,ως αίσθημα και πνεύμα ταυτόχρονα. Και σαν τέτοια ήταν για μένα νίκη. Μέσω της Ποίησης λοιπόν ανακάλυπτα την κρυφή πλευρά της ζωής και μέσω της αγάπης μου να βρω την Σοφία του α-λυπου (της φιλο-σοφίας), ανακάλυπτα μια μεγάλη δύναμη να αντιμετωπίζω με δημιουργική οδύνη ( αλλά ποτέ με τον τρόμο και την λύπη του τέλους) ο,τι απειλητικό απουσίας με τρομοκρατούσε.
Πως θα μπορούσα λοιπόν να δεχτώ τα λόγια του φίλου οτι Ποίηση και φιλοσοφία ήταν ήττα την στιγμή που προσωπικά τα βιωνα ως Νικη;
Κι ακόμη. Ενώ μέσα απο την Ποίηση ανακάλυπτα το πνευματικό φτερούγισμα, μέσα από την φιλοσοφία ανακάλυπτα την περατότητα μου ως κάτι το φυσιολογικό. Τότε γιατί ο φίλος μιλούσε για ήττα; Ήθελα να καταλάβω.
Έτσι άρχισα να σκέφτομαι την ενδεχόμενη εξήγηση.
Ήταν κάποιος που έβαζε την ζωή του στα πλαίσια της αισθαντικής του μόνο αντίληψης. Δηλαδή μόνο ο,τι ζούσε και γνώριζε με τις Αισθήσεις του το αποδεχόταν. Οτιδήποτε ξέφευγε από τα όρια του αισθητου το θεωρούσε φανταστικό δηλαδή μη-πνευματικό . Είχε κοντολογίς περιορίσει την ζωή του στα λογικά (αισθητά) γι’αυτον όρια αυτού που ο ίδιος όριζε ως πραγματικότητα. Και δεν μπορούσε ν’αντιληφθεί οτι μέσα στην πραγματικότητα(του),κατοικούσε αυτό που ονόμαζε “φανταστικό “,και που ήταν, με βάση όσα λεχθηκαν ανωτέρω, η πνευματική διάσταση της πραγματικότητας, η πνευματική ζωή ως πλήρωση αισθητης και μη-αισθητης εμπειρίας. Σε κατι τετοιο βοηθουσε κι η Ποίηση κι η Φιλοσοφία, οι οποίες, καθεμία με τις δυνάμεις της,βοηθούσε στην α-λυπη πλήρωση ,(όπως μας λέει ο Σοπενχάουερ στη “ευδαιμονικη” του μνημονεύοντας τον Αριστοτέλη ) των εμπειριών της ζωής μας μετατρέποντας τες σε αισθητή και πνευματική ικανοποίηση. Αυτό ακριβώς αδυνατούσε να συλλάβει ο νους του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ζήσει τον πόνο ως οδύνη τοκετού αλλά τον ζούσε ως απώλεια, ως απουσία, ως υλική φθορά. Αρα ως ήττα ,ως βίαιη αποκοπή απο την αισθητή ευτυχία της ύπαρξης του.
Λέγοντας ο φίλος μου Ζωή, εννοούσε οτι ζούσε μ’αισθησεις οπως οι φυσικές ανάγκες. Έβλεπε κάθε τι το πνευματικό ως μη-ζωικο, ως μη-αληθινο,ως φανταστικό. Δεν έφτασε στο σημείο να νοιώσει, αρα να βιώσει την ζω(τ)ικοτητα του πνευματικού, να νοιώσει το “φανταστικο”του ως μέρος του πραγματικού, ως στοιχείο της πραγματικότητας του.
Γι’αυτό και στις συζητήσεις μας θεωρούσε οτι Ποίηση και Φιλοσοφία ήταν Ήττα, οτι δεν χρειάζονταν ούτε στην προσωπική του εξέλιξη ούτε στην επιθυμία του ν’αλλάξει οπως έλεγε την κοινωνία. Το μερίδιο των προσωπικών του αποφάσεων τις μετέθετε σε μηχανισμούς η φορείς κοινωνικούς ( πχ οργανισμούς,κόμματα,κλπ) ,αναβάλλοντας έτσι την δική του εξέλιξη. Ήθελε ν’αλλαξει την κοινωνία βγάζοντας τον εαυτό του έξω από αυτήν (κι ας μιλούσε για κοινωνικούς αγώνες και τέτοια ανάλογα). Έδινε στην κοινωνία εναν οριζοντα αλλαγής που άρχιζε και τελείωνε στο τώρα. Τώρα όλα θα γίνουν εννοούσε,και μιλούσε για το δικό του τώρα, δηλαδή γι’αλλαγη των πραγμάτων σε χρονικά όρια.. Ήταν εγκλωβισμένος στον βιολογικό του Ναρκισσισμό και δεν μπορούσε να ζήσει την πνευματική διαχρονικότητα των δυνατοτήτων του. Έχανε έτσι την δυνατότητα μέσω της Ποίησης (του)ν’ανακαλυπτει τον αθέατο κόσμο της πραγματικότητας(του) και μέσω της φιλοσοφίας να μαθαίνει να στοχάζεται ζώντας πλήρως (αισθητά και πνευματικά)την ζωη(του).
Εύχομαι να διαβάσει το άρθρο αυτό και τουλάχιστον να προβληματιστεί για τις μεγάλες ακόμη άγνωστες δυνατότητες που έχει μεσα του και τις αφήνει ανεκμετάλλευτες .
Δημοσθένης Δαββετας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικος αναλυτής.