Γιάννης Κουνέλλης.Ένας παγκόσμιος Έλληνας. (Ελεύθερος Τύπος 04.12.2021)

Γιάννης Κουνέλλης.Ένας παγκόσμιος Έλληνας.
Τον Γιάννη Κουνέλλη τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ως νεαρός αρθρογράφος της εφημερίδας Liberation που εργαζόμουν ,του τηλεφώνησα και κλείσαμε ραντεβού στο σπίτι του στην Ρώμη. Γνώριζα ήδη έναν Γιάννη Κουνέλλη απ’οσα ο χώρος κι οι άνθρωποι της Τέχνης μαρτυρούσαν γι’αυτον. Τ’ακουσματά μου λοιπόν, οι φήμες κι οι διάφορες αφηγήσεις, μου είχαν δώσει μια πρώτη εικόνα γι’αυτον. Ποιά ήταν αυτή;
Οτι επρόκειτο για έναν μυστηριώδη καλλιτέχνη ,του οποίου το έργο δεν διαβαζόταν εύκολα η αν θέλετε το έργο του είχε πολλαπλές αναγνώσεις. Όμως όλοι ήταν εντυπωσιασμένοι από τα γλυπτά, τις εγκαταστάσεις ( installations), η τις περφφόρμανς του . Είχαν κάτι το αινιγματικό ,το ελκυστικό ,το εντυπωσιακό ,αλλά δυσανάγνωστο. Κι αυτό γοήτευε ακόμα κι όσους δεν καταλάβαιναν.
Υπήρχε κάτι το σαγηνευτικό, σκοτεινό για τον Γιάννη Κουνέλλη ως χαρακτήρα επίσης. Ήταν ικανός ν’ακυρωσει μια έκθεση του η ραντεβού χωρίς καν να ειδοποιήσει,οτι αν δεν γινόταν ο, τι ήθελε στον τρόπο στησίματος της έκθεσης του και γενικώς στην εικόνα του ως καλλιτέχνης, θύμωνε κι ακύρωνε τα πάντα. Ότι δεν σε κοιτούσε συνήθως στα μάτια αλλά πάντα σε έβλεπε, ότι γενικώς ήταν αγέλαστος, η όταν γελούσε τοκανε συγκρατημένα, ότι ήταν αυστηρός ,ακριβολογος ( σε σχέση πάντα με τις λέξεις και τις έννοιες που ο ίδιος χρησιμοποιούσε η συχνά εφεύρε) ,ότι είχε κάτι το μελαγχολικά επιθετικό ( το οποίο όμως συχνά μετατρεπόταν σε δίχως πολλά λόγια τρυφερότητα) ,ότι κάπνιζε ασταμάτητα ,πραγματικό φουγάρο κι ότι δήλωνε πάντα Ιταλός καλλιτέχνης. Αυτή η δομημένη σε φήμες κι αφηγήσεις εικόνα του ελληνικής καταγωγής Γιάννη Κουνέλλη, ομολογουμένως με είχε εξ αρχής εντυπωσιάσει. Ήταν κάτι σαν ο ήρωας μου ,γιατί επέβαλλε αυτός τους όρους του εικαστικού παιχνιδιού και δεν άφηνε ,μουσεία, γκαλερί , κριτικούς Τέχνης η δημοσιογράφους ,γενικά ανθρώπους των μίντια και της εξουσίας ,να αποφασίσουν αυτοί για το έργο και την εικόνα του. Ο ” ηρωας” μου ,σε αντίθεση με το θλιβερό της σημερινής διεθνώς κατάστασης ,όπου η αγορά Τέχνης και το εμπόριο επιβάλλουν τους κανόνες τέχνης ,ήταν αυτός που τους επέβαλλε ,ήταν αυτός ,ο δημιουργός, που γεννούσε τις έννοιες αλλά και την στρατηγική της τέχνης κι όχι ο έμπορος η ο διοικητικά αρμόδιος των διαφόρων εικαστικών θεσμών. Όπως κι οι Μποις, Κιφερ, Τουομπλυ , Μπαζελιτς κλπ, έτσι κι ο Γιάννης ήταν το αφεντικό της εικόνας του και της στρατηγικής ανάπτυξης του έργου του ( εμπορικά και καλλιτεχνικά). Ξεκίνησα λοιπόν να τον συναντήσω έχοντας ήδη μια ιδέα γι’αυτον .
Πήρα από το Παρίσι το αεροπλάνο, έφτασα Ρώμη κι από το αεροδρόμιο με ταξί πήγα σπίτι του. Μου άνοιξε η νέα του τότε σύντροφος , η γαλλίδα Η Μισέλ ( μετα τον χωρισμο του με την ελληνιδα γυναικα του την Εφη,). Σε λίγο βρέθηκα στο σαλόνι . Απέναντι μου ο “ηρωας” μου ο Γιάννης Κουνέλλης. Εντυπωσιάστηκα απο το παρουσιαστικό του. Δεν είχε τίποτα το λεπτεπιλεπτο ,το Ευρωπαϊκό. Το πρόσωπο ,το ντύσιμο κι οι νευρικές ανήσυχες κινήσεις του θύμιζαν αμέσως Έλληνα ,μάλιστα Έλληνα πουχε διατηρήσει κάποια συμπεριφερικα, λαικα στοιχεία από την Ελλάδα. Αυθόρμητα του μίλησα Ελληνικά. Και βέβαια γρήγορα ένοιωσα άβολα. Μου απαντούσε Ιταλικά και καθόλου με στυλ ιταλικής εστετ. Προσπάθησα να ξαναφέρω την κατάσταση σε οτι η υπερηφάνεια μου μουχε δώσει γι’αυτον. Του ξαναμιλησα Ελληνικά περιμένοντας ν’ακουσω το ίδιο και να νοιώσω οτι δύο Έλληνες επιτυχημένοι διεθνώς μιλούσαν την γλώσσα που γεννήθηκαν και σ’αυτην μεγάλωσαν τα πρώτα βασικά Χρόνια της ζωής τους. Όμως τίποτα . Μου απαντούσε Ιταλικά. Ήταν αδύνατο ναχε ξεχάσει τα ελληνικά του κάποιος που έζησε, μεγάλωσε στην Ελλάδα μέχρι τα 20 του χρόνια. Ευτυχώς που επενέβη η Μισελ και μου μετέφραζε στα γαλλικά για να καταλάβω. Έτσι κύλησε η πρώτη μας συνάντηση. Έφυγα λίγο μετά ,έχοντας μεν πάρει στοιχεία για το άρθρο μου στην Liberation, όμως κάτι το ξυνό είχα αποκομίσει απο την πρώτη μας συνάντηση. Γι’αυτο κι έδειξα απρόθυμος για καιρό να ξαναεπικοινωνησω μαζί του. Όλα άλλαξαν όταν μου τηλεφώνησε και μου είπε οτι του άρεσε πολύ ο,τι δημοσίευσα για την δουλειά του. Μου έδωσε μάλιστα ραντεβού στο Μπορντό τις επόμενες μέρες ,όπου προγραμμάτιζε μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο c.a.p.c. Ήθελε να γράψω το κείμενο του μεγάλου καταλόγου που ετοίμαζε γι’αυτον το Μουσείο. Ξαφνιάστηκα χαρούμενα.
Πήγα και τον συνάντησα. Ήταν πιο χαλαρός και τα ελληνικά του ήταν ” καλυτερα” . Η αρχική δυσπιστία του είχε αρχίσει να υποχωρεί. Προσπάθησα να καταλάβω τι είχε συμβεί . Τον παρατηρούσα κι άκουγα διάφορα μισόλογα του. Και σταδιακά ,μετά από αρκετές επόμενες συναντήσεις μας άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα την ψυχολογία και τον χαρακτήρα του. Ο Γιάννης ήταν πολύ δύσπιστος στους Έλληνες ,σε σημείο να μην ανοίγεται εύκολα ακόμη και γλωσσικά μαζί τους. Η επίμονη έρευνα μου μου έδωσε κάποιες πληροφορίες για το θέμα.
Ο Κουνελλης γεννήθηκε το 1936 στην Καστελλα στον Πειραιά. Ως την ηλικία των 20 ετών που έφυγε για Ρώμη, είχε γεμίσει την μνήμη του στην σκιά του πολέμου με Γερμανούς ,αλλά και τον εμφύλιο, όπως επίσης με σκηνές από φτωχογειτονιές, απο μυρωδιές καφέ και πετρελαίου ,από ταξιδιώτες που πήγαιναν κι ερχόντουσαν ,από αναχωρήσεις κι αφίξεις και ήχους πλοίων, από ανθρώπους που περνούν δίχως να μένουν εκεί. Μόλις σε ηλικία 17 χρονών παντρεύτηκε την νοικαρισσα της γιαγιάς του την Εφη με την οποία κι απέκτησε ένα γυιο. Το 1953 ξεκινά την οδύσσεια αποτυχίας του για να μπει στην σχολή καλών Τεχνών. Έδωσε 3 φορές εξετάσεις και δεν πέτυχε. Το 1956 σε ηλικία 20 ετών φεύγει για Ρώμη και σπουδάζει ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Gentilini και Scialoja. Όντας φοιτητής διψα να μάθει και μελετά την ιταλική Αναγέννηση αλλά συνάμα ενδιαφέρεται και για την ιταλική πρωτοπορία ,αναπτύσσοντας διάλογο με τους Burri και Fontana. Απο τους πρωτοπόρους αυτούς θα επηρεαστεί καθοριστικά και θα ενδιαφερθεί για τον ΧΩΡΟ και για την σχέση του καλλιτέχνη με τον θεατή. Εται απο έργα 2 διαστάσεων που έδειξε το 1960 στην γκαλερί La Tartaruga στην Ρώμη, περνά σε έργα 3 διαστάσεων ,όπου φυσικά υλικά όπως ξύλα, σίδερα, βαμβάκι, κάρβουνο,τσουβάλια ,φωτιά,χώμα…γίνονται βασικά στοιχεία των εγκαταστάσεων του (installations). Έτσι μετά απο πολλές διεθνείς συμμετοχές του συμμετέχει στην ιστορική έκθεση σταθμό της σύγχρονης Τέχνης ,Arte Povera e IM Spazio, στην γκαλερί a la Bertesca το 1967 στην Γένοβα. Με θεωρητικό τον Celant και συνκαλλιτεχνες ,μεταξύ άλλων τους Pistoletto, Paolini,Fabro,Pascali, το κίνημα αυτό καθιέρωσε ιστορικά τον Κουνέλλη και τον ενέταξε στην ιστορία της σύγχρονης Τέχνης. Όμως ο Κουνέλλης είχε κι άλλα στοιχεία στις καλλιτεχνικές του” αποσκευές” που τον έκανε ιδιαίτερο. Είχε ελληνικές μνήμες, ελληνική παιδεία και ελληνική θέληση . Επίσης είχε θυμό για τους επίσημους θεσμούς που τον είχαν απορρίψει. Ολ’αυτα τα στοιχεία ,σε συνδυασμό με τα νέα που πήρε σ’Ιταλια κι Ευρώπη έφτιαξαν ενα εκρηκτικό μίγμα που γέννησε το έργο του ,τον χαρακτήρα του και την βασική ιδέα της δουλειάς του. Ο Κουνέλλης ένοιωθε παντού ταξιδιώτης , μετανάστης κι ας είχε πλέον βάση την Ρώμη. Ήταν πάντα έτοιμος να φύγει η να επιστρέψει κάπου. Ήταν σε συνεχή κίνηση .Κάπνιζε συνέχεια. Έδειχνε δημιουργικά ,φιλοσοφικα και καλλιτεχνικά μονίμως ανήσυχος. Το έδειχνε η καθημερινή στάση του , Στο έργο του κυριαρχούν με την α η β μορφή τα “αντικειμενα”. Όμως κι αυτά δεν είναι ποτέ “εγκατεστημενα”. Στις εκθέσεις του τα “αντικειμενα” είναι τοποθετημένα λες κι επίκειται ταξίδι. Όπως κι εγκατάσταση που έκανε ύστερα απο πρόσκληση του ιδρύματος Κωστόπουλου το 1994 στον Πειραιά με το πλοίο-αντικειμενο πουταν αραγμένο στην προβλήτα. Ενα πλοίο που ερχόταν κι έφευγε ,όπως η πατρίδα κι η ταυτότητα, κουβαλώντας τις αναμνήσεις του Γιάννη. Γι’αυτο κι τρόπος που στήνονται στον εκθεσιακό χώρο είναι αρχιτεκτονικά αναρχικός ,ποιητικός,δίχως να στηρίζεται στην συνήθη λογική αιτίου κι αποτελέσματος. Όταν δε αρχίζει να μιλά ο ίδιος για τις εγκαταστάσεις του και μιλά για Caravagο, Fontana ,Malevitz, Ορθοδοξία, θεο Απόλλωνα κλπ, τότε οι Δυτικοί αναλυτές μπερδεύονται και βρίσκουν διέξοδο στο να μιλήσουν για την θεατρικότητα του Κουνέλλη. Ναι ο Γιάννης αγαπούσε το θέατρο και συνεργάστηκε στα σκηνογραφικα με σπουδαίους δημιουργούς του θεάτρου όπως οι Muller, Audi, Suzuki η Θεόδωρος Τερζόπουλος. Όμως έβλεπε το θέατρο σαν έναν ανοιχτό εικαστικό χώρο όπου η αίσθηση της άφιξης και της αναχώρησης, τα υπο κατασκευήν η γκρεμισμένα σπίτια ,το “λιμανι” , τα τρένα , οι εμφυλιοπολεμικες εικόνες, κυριαρχούν. Η Ελλάδα σαν μνήμη ,σαν πολιτισμός ,σαν πνεύμα, σαν σταυροδρόμι Δύσης κι Ανατολής, σαν φαντασία κι όνειρο μεταφυσικής , σαν γλώσσα αρχιτεκτονικής ,σαν δομή ελεύθερης κι αυτόνομης σκέψης, σαν εικαστικός στοχασμός και αναστοχασμος, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Κουνέλλη, διευρυμένη κι εμπλουτισμένη σίγουρα απο τις διεθνείς ταξιδιωτικές εικαστικές εμπειρίες του Γιάννη. Όμως στα θεμέλια της παραμένει Ελλάδα. Έγινε η μυστική φωλιά και κρυψώνα του απο την οποία μπορούσε ν’αντλησει υλικό ,συγκινησιακές και νοητικές ,πληροφορίες , γλωσσικές δυνατότητες. Αυτήν την Ελλάδα φοβόταν μην χάσει ο Γιάννης . Αυτήν του απειλούσαν, οχι τόσο οι Δυτικοί που δεν τον καταλάβαιναν και τους κρυβόταν με θεωρητικές αινιγματικές εκφρασεις, αλλά οι συμπατριώτες του ,που στα πλαίσια μιας καταναλωτικής ,αρα και πνευματικής παρακμής, ήθελαν να τον οικειοποιηθούν δίχως ναχουν ανέβει τα πνευματικά σκαλιά που ο ίδιος είχε ανέβει. Γι’αυτο κι ήταν δύσπιστος και προφυλασσοταν . Μέσα απο αυτήν την οπτική μπορεί να προσεγγιστεί η δύσκολη κι απαιτητική συμπεριφορά του αλλά και το αινιγματικό έργο του ,τόσο οικείο, ποιητικό κι αισθαντικο κάποιες φορές και ταυτόχρονα τόσο δυσανάγνωστα ,αν κι εντυπωσιακο πάντα ,κάποιες άλλες φορές. Όταν το 1969 έβαλε 12 ζωντανά άλογα στην γκαλερί L’Attico της Ρώμης λίγοι κατάλαβαν ότι ο αριθμός 12 είχε να κάνει με αυτόν των κλασσικών Ελλήνων και το Α-λογο με το το μη-λογικο . Ήταν η πρόταση του για μια διαφορετική σύγχρονη τέχνη, για έργα πέρα από τις δύο διαστάσεις και την παραστατικότητα του τελαρου. Για μια Τέχνη όπου θαταν ενα με την ζωή ,όπου θα στηριζόταν στην ζωντανή πραγματικότητα κι όχι στις αισθητικές ,ακαδημαϊκές ψευδαισθήσεις. Ο Γιάννης Κουνέλλης υπήρξε ένας μεγάλος Έλληνας που ακόμη κι αν για λόγους στρατηγικής επιβίωσης δεν το φώναζε, εν τούτοις το έδειχνε με το έργο του που ήταν γεμάτο Ελλάδα. Μια Ελλάδα που εμπεριείχε και την Ευρωπαϊκή πορεία της. Την Ελλάδα που έχτισε την Ευρώπη και της έδωσε το πνευματικό έρεισμα ν’αναπτυχθει. Ο Γιάννης Κουνέλλης είναι ο μόνος Ελληνικής καταγωγής σύγχρονος εικαστικός που εξέθεσε τα έργα του σε όλα τα μεγάλα σύγχρονα μουσεία του κόσμου.
Δημοσθένης Δαββετας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητης, εικαστικός, γεωπολιτιστικος αναλυτής.
May be an image of 1 person and text that says "30 ΑΡΘΡΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΥ ΣΑΒΒΑΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ2021 ΟΜΩΣ Γιάννης Κουνέλλης: Παγκόσμιος Ελληνας ενέταξεστη"