Ώρα μηδέν για την Ελλάδα (les Echos 22.06.2015)

Ώρα μηδέν για την Ελλάδα

 

Ένας ιδιότυπος πόλεμος δηλώσεων έχει ξεσπάει τον τελευταίο καιρό μεταξύ Βρυξελλών και Αθηνών. Ο έλληνας πρωθυπουργός κ. Τσίπρας κατηγόρησε στη Βουλή τους θεσμούς ότι ζητούν αύξηση του ΦΠΑ σε ηλεκτρικό ρεύμα και μείωση μισθών και συντάξεων. Τις δηλώσεις αυτές διέψευσε οργισμένα ο πρόεδρος της Commission Jean- Claude Junker και επιβεβαίωσε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις υπογραμμίζοντας ότι το μόνο που ζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση είναι η λήψη μέτρων για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Σε αυτό το κλίμα ήρθε να προστεθούν και οι δηλώσεις του κ. Μοσκοβισί ότι «ευρώ χωρίς Ελλάδα είναι εσωτερική αποτυχία της Ευρωζώνης, ευρώ χωρίς κανόνες είναι εξωτερική αποτυχία της Ευρωζώνης». Πού βρίσκεται η αλήθεια; Ποιός λέει ψέματα;

Και οι δύο πλευρές έχουν τα φανερά και κρυφά επιχειρήματά τους. Οι Βρυξέλλες στη φανερή στρατηγική τους ενδιαφέρονται για την ισορροπημένη λειτουργία του οικονομικού  συστήματος και κατ’ επέκταση για την κοινωνική ευρωπαϊκή ευημερία. Στα πλαίσια αυτά ανήκει και η Ελλάδα και σαν τέτοια χώρα πρέπει να εναρμονιστεί με τους κανόνες που ισχύουν για όλους. Στην μη- φανερή στρατηγική τους οι Βρυξέλλες στοχεύουν στην αποδυνάμωση της ελληνικής κυβέρνησης. Για τους εξής λόγους:

Είναι μία αριστερή κυβέρνηση, δεν μιλά με «σοσιαλδημοκρατική γλώσσα» και υψώνει κομμουνιστικές επαναστατικές κορώνες, δίνοντας έμφαση στον αντίποδα της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής δηλαδή στην ενίσχυση του κρατισμού και στην αποδυνάμωση του ιδιωτικού φορέα. Δεν δείχνει ενσωματωμένη στην σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα και με την πρώτη ευκαιρία αναφέρεται σε βούληση  ανατροπής της υπάρχουσας ευρωπαϊκής εξουσίας μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις, αντιστάσεις αγανακτισμένων και άλλα τέτοια που θυμίζουν περισσότερο μαρξιστομπουρδολογίες τύπου Τσάβες. Και ακόμη η σημερινή ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε την εξουσία υποσχόμενη «Κομμουνιστικούς παραδείσους» αλλά υποσχόμενη στον κόσμο να διαπραγματευτεί καλύτερα με τους δανειστές και να συμφωνήσει σε μέτρα λιγότερο επαχθή από την προηγούμενη κυβέρνηση. Κάτι το οποίο δεν διαφαίνεται από την πορεία των ως τώρα διαπραγματεύσεων. Η σχέση εμπιστοσύνης λοιπόν μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας έχει διαταραχτεί. Και είναι λογικό η Ευρωπαϊκή Ένωση να υιοθετεί σιωπηλά την «αποτυχία» της ελληνικής κυβέρνησης. Δεν θέλει όμως να συμβούν δύο πράγματα:

Να υποφέρει ο ελληνικός λαός όπως τόνισε ο Jean- Claude Junker και να απειληθεί η γεωπολιτική της Δύσης στη νοτιοανατολική Ευρώπη, κάτι που τόνισαν ιδιαίτερα και οι Αμερικανοί προσπαθώντας επανειλημμένα να συμβάλλουν στην επίτευξη της συμφωνίας των δύο πλευρών.

Η Αθήνα τώρα από την πλευρά της έχει και η ίδια την διπλή στρατηγική της. Η φανερή πλευρά λέει ότι δεν θέλει άλλο οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, θέλει διευθέτηση του χρέους με μείωσή του, θέλει επενδύσεις και ανάπτυξη. Τι κάνει για να τα επιτύχει; Δεν έχει ποτέ κοστολογημένες προτάσεις, δεν βοηθά τον δημοσιονομικό έλεγχο, δεν συμφωνεί με την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, βάζει μόνιμα κόκκινες γραμμές απαγόρευσης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και με την παραμικρή ευκαιρία κατηγορεί την Ε.Ε. στον κόσμο διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και δηλητηριάζοντας το κλίμα επίτευξης της συμφωνίας. Γιατί το κάνει αυτό; Δεν έχει συμφέρον να επέλθει συμφωνία; Και εδώ έρχεται η μη φανερή στρατηγική της. Ή θέλει να ωθήσει τους πολίτες στα όρια της ψυχικής εξάντλησης έτσι ώστε όταν έρθει η επώδυνη συμφωνία να πάρει τη συγκατάθεσή τους μετά από την «λυσσαλέα» μάχη που έδωσε για το καλό της πατρίδας, έχοντας έτσι με το μέρος της το ηθικό πλεονέκτημα. Ή τώρα έχει αποφασίσει από καιρό να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές και να φύγει από το ευρώ και την Ε.Ε. ενοχοποιώντας γι αυτό την ευρωπαϊκή πολιτική και αδιαλλαξία. Κάτι που σημαίνει ότι ήδη έχει στραφεί προς τον Πούτιν ή τους Κινέζους γιατί αλλιώς θα επρόκειτο για πολιτικό ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Αν και δεν έχουμε δείγματα άμεσης στήριξης από την πλευρά της Ρωσίας εντούτοις οποιαδήποτε από τις ανωτέρω λύσεις οδηγεί την Ελλάδα σε μια μορφή Τσαβικού αναχρονισμού, σε έναν άρρωστο λαϊκισμό που τρέφεται από εθνικιστικό ναρκισσισμό, σε έλλειψη δημοκρατίας και εκσυγχρονιστικού μέλλοντος και πάνω απ’ όλα στον κίνδυνο ολοκληρωτικής χειραγώγησης πληροφοριών και ελευθερίας κατά το «επαναστατικό» μοντέλο του Αντώνιο Γκράμπσι. Μια τέτοια εξέλιξη είναι δυσάρεστη και για τους ευρωπαίους εταίρους αλλά και για την Ελλάδα η οποία έτσι χωρίζεται σε μία ανεξέλεγκτη διαμάχη δεξιών και αριστερών προς βλάβη του πολιτισμού, των θεσμών και των πολιτών της χώρας.

 

Δημοσθένης Δαββέτας

Καθηγητής φιλοσοφίας της τέχνης, ποιητής και εικαστικός.