Οι δύο πολιτικές του Πολιτισμού
Θα μπορούσα να πω ότι υπάρχουν δύο χαρακτηριστικοί δρόμοι άσκησης Πολιτιστικής Πολιτικής. Ο πρώτος είναι μέσω των θεσμικών υποδομών. Ενεργοποίηση δηλαδή των πολιτιστικών χώρων (μουσεία, θέατρα, φεστιβάλ κ.τ.λ.), με ζητούμενο οι χώροι αυτοί να γεμίσουν από δράσεις και πολιτιστική ζωή, από φώτα της δημοσιότητας, από κόσμο που θα πηγαίνει και θα έρχεται ασταμάτητα και βέβαια από καλά κέρδη λόγω των επιτυχημένων εισπράξεων.
Όταν μάλιστα μια χώρα έχει υψηλή οικονομική άνθιση άρα και ευχέρεια στο μπάτζετ για τον πολιτισμό (π.χ. η Γαλλία που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ιστορικά για πολιτιστικά ζητήματα), μπορεί και να ανανεώσει ή ακόμα να φτιάξει καινούργιες πολιτιστικές υποδομές. Όπως π.χ. η νέα πτέρυγα του Μουσείου του Λούβρου ή το νέο Μουσείο Μεσογειακού Πολιτισμού στην Μασσαλία που εγκαινιάστηκε πρόσφατα. Πρόκειται για άριστα υποδείγματα νέων υποδομών, που εντυπωσιάζουν και έλκουν, όχι μόνο τους ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών, αλλά και το καθημερινό πλατύ κοινό.
Τί γίνεται όμως όταν μια χώρα δεν έχει οικονομική δυνατότητα λόγω βαθιάς κρίσης, όπως είναι η δική μας; Τί γίνεται όταν η κρίση αυτή δεν επιτρέπει νέες υποδομές, ή ακόμη χειρότερα, δεν έχει τα μέσα να λειτουργήσει στοιχειωδώς τις ήδη υπάρχουσες, με άμεση συνέπεια το κλείσιμο πολιτιστικών χώρων (από μουσεία ως ιδρύματα, φεστιβάλ κ.τ.λ.) ή και την αδράνειά τους; Τί γίνεται όταν παροπλίζονται λειτουργικά αυτοί οι χώροι λόγω έλλειψης προσωπικού που θα μπορούσε να διαφυλάξει αυτούς και το περιεχόμενο τους (π.χ. η κλοπή στο αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας ή στην Εθνική Πινακοθήκη μεταξύ άλλων);
Εδώ υπάρχει ο δεύτερος δρόμος Πολιτιστικής Πολιτικής. Αυτός των δημιουργικών υποκειμένων. Όταν υπάρχει κρίση υπάρχει διαταραχή και ανισορροπία. Όταν υπάρχει έλλειψη υπάρχει ο φόβος του κενού και της απουσίας. Αυτά εξουδετερώνονται από την δυναμική παρουσία του ανθρώπου. Τότε γεννώνται ιδέες, παίρνονται πρωτοβουλίες, επιχειρούνται τολμηρές, ευρηματικές και καινοτόμες ενέργειες. Η γόνιμη δράση είναι ό,τι χρειάζεται σαν απάντηση στην κρίση. Και είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να καταλάβει το σημερινό υπουργείο Πολιτισμού. Να βάλει μπροστά την μηχανή των δημιουργικών δράσεων. Να μην ασχολείται με το έτσι και αλλιώς προσωρινά αδρανοποιημένο θέμα των υποδομών. Να δώσει το βάρος της πολιτικής του στον καλλιτέχνη, τον δημιουργό. Στο διψασμένο για έκφραση δημιουργικό υποκείμενο.
Όταν ο Βαν Γκόγκ ζωγράφιζε δεν το έκανε για ένα μουσείο, συγκεκριμένο, για μια γκαλερί ή κάτι παρεμφερές. Το έκανε γιατί ο ίδιος το είχε ανάγκη. Και είναι τέτοια πρότζεκτς, με τέτοια άτομα, που πρέπει να ενεργοποιήσει η πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού. Να βρει εκείνα τα πρόσωπα, που όχι μόνο θα γνωρίζουν (γιατί αυτό από μόνο του δεν φτάνει), αλλά που επίσης θα διψούν να εκφραστούν. Η ανάγκη για έκφραση τους να μην είναι μόνο φωνή. Να είναι πάνω από όλα κραυγή, να είναι η δημιουργική κραυγή.
Δημοσθένης Δαββέτας